Για το κράτος και την εκκλησία, γράφει ο Γρηγόρης Αγγελίδης


Για το κράτος και την εκκλησία, γράφει ο Γρηγόρης Αγγελίδης

Τις τελευταίες ημέρες άνοιξε για ακόμη μία φορά η συζήτηση σχετικά με το μάθημα των θρησκευτικών. Οι διαφωνίες αυτή τη φορά αφορούν στην αλλαγή του μαθήματος και στον τρόπο με τον οποίο η αλλαγή αυτή θα συντελεστεί. Φυσικά οι απόψεις είναι διαμετρικά αντίθετες.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το μάθημα των θρησκευτικών αδικεί και αδικείται. Αδικεί τους μαθητές, καθώς με τη στείρα προσκόλληση στη διδασκαλία του ορθόδοξου δόγματος τους στερεί τη δυνατότητα να αποκτήσουν σφαιρική γνώση και άποψη, σχετικά με τις κυρίαρχες θρησκείες και δόγματα. Ειδικότερα δημιουργεί ένα αίσθημα μειονεξίας στους μαθητές διαφορετικών θρησκειών-δογμάτων. Αδικείται, διότι χάνει την ευκαιρία να γίνει ένα μάθημα εξόχως ενδιαφέρον και διδακτικό. Ήδη το αντικείμενό του είναι εξαιρετικά ευρύ και μπορεί να δώσει στους μαθητές την ευκαιρία να γνωρίσουν, όχι μόνο διαφορετικές θρησκείες με τη στενή έννοια, αλλά και διαφορετικές φιλοσοφίες, να ανταλλάξουν απόψεις και να ανακαλύψουν έναν κόσμο που διαφορετικά δε θα γνώριζαν. Επιπλέον ενθαρρύνεται η έρευνα και η συγγραφή εργασιών πάνω στα διαφορετικά δόγματα. Ταυτόχρονα είναι δυνατό να διαμορφωθεί ένα πρωτότυπο για τα ελληνικά δεδομένα είδος θρησκευτικής παιδείας. Με τον τρόπο αυτό θα προωθηθεί ένα αίσθημα ισότητας μεταξύ των θρησκειών και θα μειωθούν τα φαινόμενα εκδήλωσης θρησκευτικού μίσους και φανατισμού.

Οι διαφωνίες όμως δεν σταματούν εδώ. Εκκλησιαστικοί, αλλά και πολιτικοί κύκλοι τονίζουν πως μέσω της αλλαγής του μαθήματος, γίνεται προσπάθεια υποβάθμισης του ορθόδοξου χριστιανικού δόγματος. Κάτι τέτοιο δε θα ήταν σωστό να συμβεί. Όχι μόνο επειδή πρόκειται για το κυρίαρχο δόγμα της χώρας, αλλά και επειδή στόχος μίας τέτοιας αλλαγής οφείλει να είναι η αντικειμενική και ισότιμη αντιμετώπιση όλων των θρησκειών- δογμάτων. Πέρα από αυτό, οι πολέμιοι της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης υποστηρίζουν πως τα θρησκευτικά θα γίνουν η βάση, πάνω στην οποία θα πατήσει το εγχείρημα του διαχωρισμού κράτους-Εκκλησίας. Αυτός ο διαχωρισμός είναι για πολλούς απαράδεκτος και ανεδαφικός, στηριζόμενοι κυρίως πάνω στην αδιαίρετη σύνδεση-ταύτιση του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι η Ορθοδοξία είχε και έχει σημαντική επίδραση σε ένα μεγάλο αριθμό Ελλήνων, ούτε μπορεί κανείς να αμφισβητήσει κανείς τον ισχυρό ρόλο που η ίδια η Εκκλησία παίζει στη χώρα. Ωστόσο η Εκκλησία είναι ένας θεσμός και όπως όλοι οι θεσμοί έχει την υποχρέωση να υπακούει στους νόμους του κράτους. Το κράτος είναι η ανώτατη αρχή που θα ορίσει τη σχέση του με την Εκκλησία, όπως ορίζει τη σχέση του και με τους υπόλοιπους θεσμούς.Η αλλαγή στο τύπο της σχέσης μεταξύ κράτους και Εκκλησίας είναι αναγκαία. Πρώτα-πρώτα ας γίνει αντιληπτό ότι μιλάμε για δύο διαφορετικά πράγματα. Είναι ανεπίτρεπτο ένας θεσμός, χωρίς να υπάρχει για αυτόν συνταγματική πρόβλεψη, να παρεμβαίνει εξόφθαλμα  και να επιχειρεί να αλλάξει τις αποφάσεις της πολιτείας. Επιπλέον δε μπορεί να συνεχίσει να απολαμβάνει προνομιακό καθεστώς σε σχέση με τους υπόλοιπους θεσμούς. Ταυτόχρονα, ούτε το κράτος έχει το δικαίωμα, να χρησιμοποιεί  την Εκκλησία, ανάλογα με τις περιστάσεις και το πολιτικό ακροατήριο που αυτή επηρεάζει.

Είναι η ώρα το κράτος και η Εκκλησία να πορευθούν αυτόνομα και να πάψουν να χρησιμοποιούν ο ένας τον άλλο, ανάλογα με το τι επιτάσσει η χρονική περίοδος. Εννοείται πως δεν θα υπάρξουν περιορισμοί, ούτε στην άσκηση της λατρείας, ούτε στο άκουσμα της χριστιανικής διδασκαλίας, αλλά ούτε και θα παρεμποδιστεί το κοινωνικό-φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας. Ο διαχωρισμός οφείλει να στοχεύσει στην επιβολή της τάξης και των ορίων παρέμβασης της Εκκλησίας στο κράτος και το αντίστροφο. Τα ζητήματα της πίστης θα μείνουν ανεπηρέαστα. Ταυτόχρονα με αυτό, ίσως βρεθεί επιτέλους λύση και στο ζήτημα της ελεύθερης άσκησης και την κατασκευή χώρων λατρείας για τις άλλες θρησκείες.

Δυστυχώς οι συνθήκες για τέτοιου είδους συζητήσεις δεν έχουν ωριμάσει ακόμα. Το κράτος και η Εκκλησία δεν είναι απρόσωπα και άψυχα κατασκευάσματα, όσο και αν θέλουμε να τα βλέπουμε πολλές φορές έτσι. Τόσο η μία μεριά, όσο και η άλλη εκπροσωπούνται από άτομα με ισχυρά πάθη και ιδεολογικές, πολιτικές ή άλλου είδους διαφωνίες που δε τους επιτρέπουν να δουν καθαρά πού βρίσκεται το συμφέρον των πολιτών αναφορικά με τα μεταξύ τους ζητήματα. Όσα προβλήματα αυτή η σχέση έχει δημιουργήσει, τόσο στον ίδιο τον δεσμό κράτους-Εκκλησίας, όσο και στην κοινωνία, ευθύνη φέρουν εξίσου και οι δύο πλευρές, όπως άλλωστε σε όλες τις ανθρώπινες σχέσεις(έστω και αν μιλάμε για θεσμούς ή όργανα).

Υ.Γ: Ευχή του γράφοντος είναι να πέσουν τα τείχη του φανατισμού και να γίνει μία ουσιαστική και ειλικρινής συζήτηση επί παντός θέματος.

Γρηγόρης Αγγελίδης