Ήταν 9 Οκτωβρίου 1967
Ο Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα (Ernesto «Che» Guevara) γεννήθηκε στο Ροζάριο της Αργεντινής στις 14 Ιουνίου 1928. Ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά μιας μεσοαστικής οικογένειας αριστερών τάσεων, με βασκικές και ιρλανδικές ρίζες. Από μικρός έγινε γνωστός για τις δυναμικές και ριζοσπαστικές απόψεις του, που αποσκοπούσαν στην «υπεράσπιση των φτωχών και των αδυνάτων». Αν και υπέφερε από κρίσεις άσθματος, που τον ταλαιπώρησε σε όλη του τη ζωή, διακρίθηκε για τις αθλητικές του επιδόσεις. Έπαιξε ράγκμπι, ποδόσφαιρο, ήταν δεινός ποδηλάτης και σκοπευτής. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες και αποφοίτησε τον Μάρτιο του 1953.
Τα καλοκαίρια περνούσε τις διακοπές του ταξιδεύοντας μαζί με τον φίλο του Αλμπέρτο Γρανάδο σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής (Περού, Χιλή, Βενεζουέλα, Κολομβία) με μια πεντακοσάρα «Νόρτον» του 1939. Οι παρατηρήσεις του πάνω στα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα των χωρών της Λατινικής Αμερικής τον έπεισαν ότι η μόνη λύση είναι η επανάσταση. Οι αναμνήσεις του από τα ταξίδια αυτά κυκλοφόρησαν το 1992 σε βιβλίο με τίτλο «Ημερολόγια Μοτοσυκλέτας» και το 2004 μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη από τον βραζιλιάνο σκηνοθέτη Βάλτερ Σάλες.
Μετά την αποφοίτησή του πήγε στη Γουατεμάλα, όπου ο συνταγματάρχης Χακόμπο Άρμπενς ηγείτο ενός προοδευτικού καθεστώτος, το οποίο μέσα από την αναδιανομή της γης, απέβλεπε στην πραγματοποίηση της κοινωνικής επανάστασης. Την εποχή εκείνη, ο Γκεβάρα απέκτησε και το περίφημο υποκοριστικό του «Τσε», από μια γλωσσική συνήθεια των αργεντινών, που δίνουν έμφαση στο λόγο τους με το επιφώνημα «che». Η ανατροπή του καθεστώτος Άρμπενς το 1954 με πραξικόπημα υποστηριζόμενο από τη CIA, τον έπεισε ότι οι ΗΠΑ θα καταπολεμούσαν πάντα τις αριστερές κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής και των άλλων αναπτυσσόμενων χωρών του κόσμου. Η πεποίθησή του αυτή αποτέλεσε τη βάση των σχεδίων του για την επικράτηση του σοσιαλισμού μέσα από μια παγκόσμια επανάσταση.
Μετά την ανατροπή Άρμπενς, ο Τσε πήγε στο Μεξικό, όπου γνώρισε τους αδελφούς Κάστρο, οι οποίοι προετοίμαζαν εξέγερση στην Κούβα για την ανατροπή του δικτάτορα Φουλχένσιο Μπατίστα. Προσχώρησε στις δυνάμεις τους και άρχισε να εκπαιδεύεται στον ανταρτοπόλεμο. Στις 25 Νοεμβρίου 1956 εγκατάλειψε το Μεξικό με το σκάφος Γκράνμα και με 82 συντρόφους του αποβιβάστηκε στις ακτές της επαρχίας Οριέντε της Κούβας. Εντοπίστηκαν, όμως, γρήγορα από τις αρχές και εξολοθρεύτηκαν σχεδόν όλοι. Οι λίγοι που επέζησαν μαζί με τον τραυματισμένο Τσε κατόρθωσαν να φτάσουν στον ορεινό όγκο Σιέρα Μαέστρα. Εκεί οργάνωσαν τον πρώτο αντάρτικο, το οποίο στην πορεία του χρόνου θα γιγαντωθεί και με επικεφαλής τον Φιντέλ Κάστρο θα ανατρέψει στις 2 Ιανουαρίου 1959 τη δικτατορία Μπατίστα και θα εγκαταστήσει ένα προοδευτικό καθεστώς με μαρξιστικό προσανατολισμό.
Ο Τσε έπαιξε ηγετικό ρόλο στο νέο καθεστώς της Κούβας και το εκπροσώπησε σε πολλές αποστολές στο εξωτερικό. Απέκτησε μεγάλη φήμη στη Δύση, λόγω της θαρραλέας στάσης του σε κάθε μορφή ιμπεριαλισμού και νεοαποικιοκρατίας, που εκείνη την περίοδο τις εκπροσωπούσαν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Κατέλαβε διάφορα κυβερνητικά πόστα στη νέα του πατρίδα, ιδίως του οικονομικού τομέα. Στην προσωπική του ζωή χώρισε την περουβιανή σύζυγό του Ίλντα Γκαντέα, με την οποία είχε αποκτήσει μία κόρη, και νυμφεύθηκε την κουβανή Αλέιντα Μαρτς, στέλεχος του στρατού του Φιντέλ Κάστρο, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά.
Μετά τον Απρίλιο του 1965, ο Τσε αποσύρθηκε από τη δημόσια ζωή και έπειτα εξαφανίστηκε εντελώς. Η εξαφάνισή του αποδόθηκε σε διαφωνίες του με τον Φιντέλ Κάστρο σχετικά με την οικονομική πολιτική και την ιδεολογική γραμμή του καθεστώτος. Πάντως, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου ο Κάστρο έδωσε στη δημοσιότητα μία επιστολή του Τσε, όπου επαναβεβαίωνε την ακλόνητη εμπιστοσύνη του στην Κουβανική Επανάσταση και τόνιζε ότι «άλλα έθνη έχουν ανάγκη από τις ταπεινές υπηρεσίες μου».
Μετά τη φυγή του από την Κούβα, ο Τσε περιπλανήθηκε αρκετά. Το φθινόπωρο του 1966 βρέθηκε στη Βολιβία για να συνεχίσει το επαναστατικό του έργο. Ήταν μία σύγχρονη εκδοχή του Σιμόν Μπολιβάρ, καθώς θεωρούσε τη Λατινική Αμερική όχι ως ένα σύνολο χωριστών εθνών, αλλά ως μία πολιτιστική και οικονομική ενότητα, για την απελευθέρωση της οποίας θα χρειαζόταν μια κοινή στρατηγική.
Ο θάνατος του Τσε Γκεβάρα αποτέλεσε ένα σοβαρό πλήγμα για το επαναστατικό κίνημα στη Λατινική Αμερική και οι διάφορες χούντες της περιοχής βρήκαν την ευκαιρία να σκληρύνουν τη στάση τους. Σε αυτό το σημείο εστιάζεται και η κριτική που ασκήθηκε στον Τσε Γκεβάρα, ότι, δηλαδή, η δική του δράση και όσων τον μιμήθηκαν αργότερα συνέβαλε στη διατήρηση ενός σκληρού και αμερικανοκίνητου μιλιταρισμού στη Λατινική Αμερική για πολλά χρόνια ακόμα.
Σχεδόν αμέσως με τον θάνατό του άρχισε να καλλιεργείται ο μύθος του. Ο γιατρός από την Αργεντινή έγινε το σύμβολο της εξέγερσης και της επανάστασης για το φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του ’60. Πολλά νεαρά άτομα στη Δύση τον ξεχώρισαν ανάμεσα σε άλλους επαναστάτες, επειδή απαρνήθηκε τις ανέσεις μιας άνετης μεσοαστικής ζωής για να αγωνισθεί για τους φτωχούς και απόκληρους του πλανήτη και για μία δίκαιη κοινωνία. Ακόμη και όσοι διαφωνούσαν με τις κομμουνιστικές του ιδέες αναγνώρισαν τη ακεραιότητα και το πνεύμα αυτοθυσίας που τον διέκρινε.
Ο Τσε Γκεβάρα είχε και πολλούς επικριτές. Πολλοί πιστεύουν ότι ο ηρωικός του θάνατος, το νεαρό της ηλικίας του και η αποτυχία των οραμάτων του συνεισέφεραν καθοριστικά στη δημιουργία του μύθου του. Οι συντηρητικοί τον κατηγόρησαν ότι δημιούργησε τα πρώτα στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας στην Κούβα, ενώ οι αναρχικοί ως ένα σταλινικό γραφειοκράτη, αν και η σχέσεις του με τη Μόσχα δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές. Για την επίσημη Αμερική, ο Τσε Γκεβάρα θεωρείται και σήμερα ένας επικίνδυνος τρομοκράτης, του μεγέθους του Οσάμα Μπιν Λάντεν.
Με το πέρασμα των χρόνων, ο Τσε έγινε αντικείμενο λατρείας, ένα ποπ είδωλο παντός καιρού. Μπλουζάκια, καπελάκια, κονκάρδες, πόστερ και κούπες με παραλλαγές της περίφημης φωτογραφίας του Άλμπερτ Κόρντα, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Την πάμφτωχη Βολιβία κυβερνούσε εκείνη την εποχή η αμερικανοκίνητη χούντα του στρατηγού Ρενέ Μπαριέντος. Ο Τσε με πάσα μυστικότητα οργάνωσε στη ζούγκλα της Σάντα Κρους μία ομάδα από 50 αντάρτες, που αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα του Βολιβιανού Απελευθερωτικού Στρατού. Η πρώτη μάχη με τον στρατό δόθηκε τον Μάρτη του 1967. Ο Τσε ήταν και πάλι στο προσκήνιο, γεγονός που προκάλεσε την οργή του δικτάτορα, ο οποίος ζήτησε από τις δυνάμεις του το κεφάλι του για να το κρεμάσει σε κεντρικό φανοστάτη της Λα Παζ.
Ταυτόχρονα, δραστηριοποιήθηκε και η CIA, που δεν είχε ξεχάσει τη δράση του Γκεβάρα στην Κούβα και την καθοριστική του συνεισφορά στην επικράτηση των «μπαρμπούδος» του Κάστρο, αλλά και την εναντίον των ΗΠΑ ρητορική του. Εξόπλισε τις ειδικές δυνάμεις του βολιβιανού στρατού με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας και την πλαισίωσε με ειδικούς συμβούλους, επικεφαλής των οποίων ήταν ο Φέλιξ Ροντρίγκεζ, με δράση στην Κούβα. Εκτός από τον στρατό και τους Αμερικανούς, ο Τσε είχε να αντιμετωπίσει και την εχθρική συμπεριφορά του τοπικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που ήταν περισσότερο προσανατολισμένο προς τη Μόσχα, παρά προς στην Αβάνα.
Ο κλοιός έσφιγγε γύρω του και ο Τσε δεν άργησε να πέσει στα χέρια των διωκτών του. Οι βολιβιανές ειδικές δυνάμεις, εκμεταλλευόμενες τις πληροφορίες από ντόπιους χωρικούς, τον συνέλαβαν ύστερα από σύντομη μάχη στις 8 Οκτωβρίου 1967 στην τοποθεσία Κεμπράδα Ντελ Ιούρο. Σύμφωνα με κάποιους στρατιώτες, ο Τσε φώναξε στους στρατιώτες: «Μη με πυροβολείτε. Είμαι ο Τσε Γκεβάρα και αξίζω περισσότερο ζωντανός παρά νεκρός». Πάνω του βρέθηκε το ημερολόγιο που κρατούσε για τη δράση του στη Βολιβία. Η πρώτη εγγραφή ήταν στις 7 Νοεμβρίου 1966 και η τελευταία στις 7 Οκτωβρίου 1967 την παραμονή της σύλληψής του.
Την επομένη μέρα, ο Τσε Γκεβάρα εκτελέστηκε σε μία αίθουσα ενός εγκαταλελειμμένου σχολείου στο χωριό Λα Χιγκέρα. Ο εκτελεστής του ήταν ο λοχίας Μάριο Τεράν, που έδωσε μάχη με τους συναδέλφους για το ποιος θα έχει την τιμή να σκοτώσει τον διακεκριμένο αιχμάλωτο. Με διαταγή του δικτάτορα Μπαριέντος, τον πυροβόλησε με τέτοιο τρόπο, ώστε να φανεί ότι σκοτώθηκε σε μάχη. Η σορός του 39χρονου επαναστάτη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο του Βαγιεγκράντε για να επιδειχθεί στους εκπροσώπους του Τύπου. Ακολούθως, ένας στρατιωτικός γιατρός τού ακρωτηρίασε τα δύο χέρια ως αποδεικτικό στοιχείο και στη συνέχεια το υπόλοιπο της σορού του τάφηκε σε άγνωστο σημείο. Ο τάφος του αποκαλύφθηκε το 1997 κοντά στο αεροδρόμιο του Βαγιεγκράντε από μια ομάδα κουβανών ιατροδικαστών. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Κούβα και τάφηκαν στο Μαυσωλείο της Σάντα Κλάρα, όπου δόθηκε η καθοριστική μάχη της Κουβανικής Επανάστασης.
Πηγή: sansimera.gr