Η Δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης αποτελεί οργανικό τμήμα του όλου της Θεσσαλονίκης, που δεκαετίες τώρα σηκώνει το βάρος της διαρκούς περιβαλλοντικής και κοινωνικής υποβάθμισης, χωρίς να εντάσσεται σε ένα σύγχρονα δεδομένα που να λειτουργεί σε επαφή με τις ανάγκες και τις δυνατότητες της στον 21ο αιώνα.
Έχει ανάγκη επιλογών, έργων και δράσεων που σχηματοποιούν το νέο όραμα και αλλάζουν την κατάσταση διαχρονικής ροπής προς επιλογές υποβάθμισης και καθήλωσης σε στασιμότητα . Αυτό δεν μπορεί να γίνει με επιμέρους μικρές, κατά μόνας πρωτοβουλίες, μεμονωμένων τοπικών θεσμών ή ανθρώπων. Απαιτούν κυρίως πολιτικές επιλογές νέας αντίληψης, για το χώρο και τους ανθρώπους, ενταγμένες σε ένα νέο ολοκληρωμένο σχέδιο ισότιμης και ισόρροπης πράσινης βιώσιμης ανάπτυξης όλης της πόλης, προσανατολισμένες εκεί που χτυπάει η καρδιά του παραγωγικού της κέντρου.
Μικρό αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα, στην έκδοση του 2019 της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας του οδηγού εναλλακτικού τουρισμού, αδυνατείς να διακρίνεις μια φευγαλέα αναφορά για το Δέλτα του Αξιού, τις πράσινες διαδρομές του παράκτιες και μη, για μια έκταση 158.000 στρεμμάτων έκτασης Natura, σε μια περιοχή που η πύλη του εθνικού πάρκου βρίσκεται πέντε λεπτά από το κέντρο της πόλης. Αυτό δεν είναι παράβλεψη, ούτε λάθος, ούτε καν αδυναμία, είναι επιλογή αξιολόγησης και ιεράρχησης του τι θέλεις να κάνεις, του πως κατατάσσεις το τι είναι σημαντικό και τι όχι.
Άλλο πιο χαρακτηριστικό απτό παράδειγμα το οποίο πρέπει να εξηγηθεί είναι η αναρώτηση του απλού πολίτη, πόσα ΕΣΠΑ χρειάζονται, και πόσα σχέδια ανάπτυξης για να έχουν πόσιμο νερό οι άνθρωποι που ζουν και εργάζονται σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από το κέντρο, στην περιοχή του Αξιού. Είμαστε στο 2021 και συζητάμε αυτά που είναι λυμένα εδώ και δεκαετίες. Τι είδους μητρόπολη των Βαλκανίων μπορεί να αποτελέσει ένα τέτοιο μέρος, όταν δεν έχει λύσει το αυτονόητο.
Τι είδους κέντρο εκπαίδευσης, παιδείας, πολιτισμού μπορεί να αποτελέσει η Θεσσαλονίκη, όταν αντί να αποκεντρώνει τις δραστηριότητες που επιβαρύνουν το κέντρο της όπως η ΔΕΘ, να το ανανεώνει δημιουργικά, ώστε να καταστεί ο ιδανικός πόλος έλξης γιαcitybreak με το συγκριτικό πλεονέκτημα του εκτεταμένου παραθαλάσσιου μετώπου της. Μπορεί η Θεσσαλονίκη να έχει όπως σωστά λέει το επιτυχημένο σύνθημα του Οργανισμού Τουρισμού Θεσσαλονίκης «Manystoriesoneheart» πολλές ιστορίες και μία καρδιά, αλλά μερικές ιστορίες είναι ακόμα ανείπωτες.
Ο εορτασμός των 200 χρόνων εθνικής παλιγγενεσίας μας καλεί να επανορίσουμε αντιλήψεις και πολιτικές, λειτουργίες και στάσεις, κυρίως όμως τις πολιτικές επιλογές.
Για το λόγο αυτό 7 δήμαρχοι της δυτικής πλευράς με την αμέριστη υποστήριξη του σεβασμιότατού Μητροπολίτη Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, ενώσαμεδυνάμεις, κοινωνίες, ελπίδες και οράματα για να δώσουμεώθηση στην κοινήπροοπτική για όλη την πόλη, τη μετεγκατάσταση της ΔΕΘ στα δυτικά. Μια επιλογή καθολικής ανάπτυξης της πόλης, που θα αναδείξει τις κρυμμένες αναπτυξιακές δυνατότητες μιας ξεχασμένης ευρείας περιοχής. Πλεονεκτείσε επίπεδο κόστους,ταχύτητας και εμποδίων, όπως επιχειρηματολογούν και τεκμηριώνουν οι επιστήμονες που στηρίζουν το αίτημα μας(η εμπειρία του σταθμού μετρό της Βενιζέλου πρέπει να παραδειγματίσει όλους), ενώ παράλληλα απελευθερώνει το επιβαρυμένο κέντρο, παραδίδοντας το σε πολίτες και επισκέπτες της.
Δεν μπορεί ένας στενός περίγυρος ανακυκλούμενων συμφερόντων με επαναλαμβανόμενο τρόπο, ναπροσπερνά τις όποιες εναλλαγές εξουσίας, να εγκλωβίζει την πόλη, να περιορίζει τις δυνατότητες της πέριξ του κέντρου και να της στερεί την πλέον δυναμική εκδοχή της ανάπτυξης της.
Είμαστεαποφασισμένοι να προχωρήσουμεδυναμικά́, όλοι μαζί, αυτοδιοίκηση, επιστημονική κοινότητα και πολίτες, με σχέδιο, μελετημένα και τεκμηριωμέναβήματα στην υλοποίησηαυτής της πρότασης ,που δίνει ΟΡΑΜΑ για μια ισότιμα, ισόρροπα και καθολικά αναπτυγμένη, καλύτερηΘεσσαλονίκη του 21ου αιώνα…
Οι τωρινές επιλογές μας, θα δείξουν ποια προοπτική επιλέγουμε για το μέλλον και την προοπτική της Θεσσαλονίκης και των πολιτών της.
Δήμαρχος Δέλτα
Γιάννης Ιωαννίδης