Στο τρένο για τη Σίνδο κανείς δεν κρατάει βαλίτσα


Στο τρένο για τη Σίνδο κανείς δεν κρατάει βαλίτσα

 

Εικόνες: Σοφία Λαμπρινοπούλου

 

«Το μυθιστόρημα αρχίζει σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό. Κάποιος κοιτάζει μέσα από τα θαμπά τζάμια, ανοίγει τη γυάλινη πόρτα του μπαρ, όλα είναι βουτηγμένα στην ομίχλη. Σαν να κοιτάζεις με τα μάτια ενός μύωπα ή με μάτια ερεθισμένα από την καρβουνόσκονη». Αυτές τις γραμμές διαβάζω στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης…» του Ίταλο Καλβίνο. Όλως τυχαίως, κρατώντας μετά βίας την εποχή (είναι οι μέρες που μας αποχαιρέτησε ο χειμώνας) και αλλάζοντας το διάστημα της μέρας (είναι πρωί), μπαίνω στο τρένο που έχει για τελικό προορισμό τη Λάρισα χωρίς αποσκευές, μόνο με το βιβλίο στο χέρι. Το εισιτήριό μου κοστίζει μόλις ένα ευρώ και διαλέγω μια θέση κοντά στην πόρτα, όπως αρμόζει στην προοικονομία της υπόθεσης. Σε δέκα λεπτά θα έρθει η ώρα να κατέβω. Είναι ο χρόνος που χρειάζομαι για να φτάσω μέχρι τη Σίνδο.

Αυτό που συμβαίνει διαχρονικά με το τρένο ως μέσο μεταφοράς είναι σχεδόν μεταφυσικό. Όλοι βιάζονται να το δουν να παίρνει το δρόμο του πάνω στις ράγες, είναι περικυκλωμένο από ένα σύννεφο βιασύνης αλλά κανείς δεν διαμαρτύρεται για τις στιγμές που κυλούν ευλαβικά αργά εντός του. Οι εργαζόμενοι στο Σταθμό ξέρουν πως κάθε δρομολόγιο λιγότερο τους φέρνει πιο κοντά στο τέλος της βάρδιάς τους, οι επιβάτες γνωρίζουν ότι κάθε κερδισμένο λεπτό της διαδρομής σημαίνει μια δεύτερη αγκαλιά στα αγαπημένα τους πρόσωπα αλλά όλοι σέβονται την σιδηροδρομική ιεροτελεστία.

 

Μέσα στο τρένο κοιτάζεσαι στα μάτια με τον συνεπιβάτη σου, δεν μπορείς να το αποφύγεις. Υπάρχει άπλετος χώρος για να περιπλανηθεί το βλέμμα σου ελεύθερα ώσπου να καταλήξει στην οπτική επαφή με τον απέναντι. Μιλάς μαζί του, δεν φοράς απευθείας ακουστικά. Προτιμάς να χαθείς στους ψιθύρους των πίσω θέσεων, παρά στην επιμελώς προετοιμασμένη playlist σου. Στήνεις αυτί στα διπλανά τηλεφωνήματα που ξαφνικά σε ενδιαφέρουν περισσότερο από τα δικά σου. «Είδες τι ωραία της πήγε το μαύρο το μπουφάν; Θέλει τώρα να της πλύνω και το εκρού που της πήρες, το μοντγκόμερι». Καθημερινότητα μέσα στην καθημερινότητα.

Αφήνω τη Θεσσαλονίκη με τη γνώση ότι δε φεύγω στην ουσία από αυτήν. Η Σίνδος βρίσκεται μόλις 14 χιλιόμετρα έξω από την πόλη και είναι η πρώτη στάση στο δρομολόγιο του τρένου. Η απόδραση στην έδρα του Δήμου Δέλτα δεν είναι κάτι που συνηθίζεται να συμβαίνει. Οι άνθρωποι σμίγουν και χωρίζουν στους σταθμούς των τρένων με φόντο ένα ταξίδι επιβεβλημένο, ένα γεγονός απρόσκλητο, μια μεγάλη χαρά ή μια μεγαλύτερη ακόμα στενοχώρια. Με τα λεπτά να μετρούν δραματικά εις βάρος τους ή υπέρ τους.

Με δύο πράγματα είναι βαθιά συνδεδεμένη η Σίνδος στη συλλογική μας αντίληψη: με τη Βιομηχανική Περιοχή και τα ΤΕΙ Θεσσαλονίκης. Κι όμως, το να φτάνεις σε αυτό τον τόπο μέσα σε δέκα λεπτά σημαίνει αυτόματα ότι σου δίνεται η ευκαιρία να τον γνωρίσεις παραπάνω. Να περάσεις, για παράδειγμα, μια βόλτα από το μοναδικό παλαιό κτίριο που διασώζεται στο κέντρο της, το διατηρητέο δημοτικό σχολείο που εγκαινιάστηκε επί κυβέρνησης Ελευθερίου Βενιζέλου το 1932 και αναμένεται να μεταμορφωθεί στο νέο Δημαρχείο.

Αν είχα κληρονομιά μια βροντερή φωνή με ντεσιμπέλ που τρυπάνε το φράγμα του ήχου, θα το φώναζα δυνατά για να το ακούσουν οι φοιτητές που στριμώχνονται στο λεωφορείο με τον αριθμό 52: υπάρχει κι άλλος τρόπος και κινείται πάνω σε ράγες. Ωστόσο, τα δρομολόγια είναι πολύ αραιά (μόλις 11 στο σύνολο) και πρέπει να έχεις κάνει πολύ καλό προγραμματισμό για να μην χρειαστεί να περάσεις τη νύχτα σου στο παγκάκι ενός Σταθμού. Το πρώτο τρένο αναχωρεί από τη Θεσσαλονίκη λίγο πριν τις 6 το πρωί και το τελευταίο ξεκινάει από τη Σίνδο περίπου στις 10 και μισή το βράδυ.

Το εισιτήριο κοστίζει μόλις ένα ευρώ για τη μονή διαδρομή (σ.σ. σε περίπτωση που όντως θέλεις να σε βρει το ξημέρωμα στη Σίνδο) και 1, 5 ευρώ στοιχίζει το μετ’ επιστροφής. Τυπικά η διάρκεια της μετάβασης υπολογίζεται στα 8 με 11 λεπτά, αλλά μπορείς απλά να σκέφτεσαι ότι σε δέκα λεπτά θα έχεις φτάσεις στον προορισμό σου. Μεγάλη πολυτέλεια σε μια πόλη που πάσχει στο κομμάτι των Μέσων Μαζικής Μετακίνησης.

Στο σύντομο αυτό ταξίδι, από το τζάμι του βαγονιού, «συναντάς» εικόνες γκρίζες ειδικά όταν η συννεφιά πλακώνει το τοπίο. Κομμάτι από τους Αμπελόκηπους, τη Μενεμένη και το Κορδελιό περνά μπροστά από τα μάτια σου. Το βλέμμα σου πέφτει και στα θερμοκήπια της Μαγνησίας, ύστερα στον Γαλλικό Ποταμό. Ειδικά όταν συναντήσεις τα νερά του πρέπει να αρχίζεις να ετοιμάζεσαι. Σχεδόν έφτασες.

 

πηγή