Μια Νέα Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, Γράφει ο Γρηγόρης Αγγελίδης
Η ανακίνηση του θέματος των Τσάμηδων από την Αλβανική κυβέρνηση κατά την επίσκεψη του Υπουργού Εξωτερικών στα Τίρανα και η ανάγνωση του Κορανίου εντός της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, έθεσαν την ελληνική διπλωματία σε έντονη κινητικότητα, αλλά την ουσία και την στόχευσή της να αμφισβητούνται σοβαρά.
Οι προκλήσεις των γειτόνων ήταν αρκετά σοβαρές, ιδιαίτερα αυτή της τουρκικής πλευράς με την ελληνική διπλωματία να αντιδρά ασθενικά και με επιχειρήματα κακώς τεκμηριωμένα, επιτρέποντας στο αντίστοιχο υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας να «βάλει τα γυαλιά» στο ελληνικό. Είναι αλήθεια πως ως χώρα δεν διαθέτουμε μία ενιαία βαλκανική πολιτική, έτσι ώστε και να διατηρούμε στενές σχέσεις με τους γείτονές μας(όπως είναι αναγκαίο), αλλά και να μπορούμε να αντιδρούμε έγκαιρα και σωστά στην οποιαδήποτε προκλητική συμπεριφορά. Φυσικά ο κάθε γείτονας έχει τις ιδιαιτερότητές του, πάνω στις οποίες η επιμέρους πολιτική οφείλει να προσαρμόζεται, όμως ουδέποτε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και έπειτα(οπότε προέκυψαν και εξαιρετικά σοβαρά ζητήματα όπως το ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ), δεν έγινε κάποια σοβαρή προσπάθεια προσέγγισης και υιοθέτησης κοινών θέσεων, πάνω σε ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος(πχ ένταξη στο ΝΑΤΟ ή στην Ε.Ε αυτών των χωρών). Σε διμερές επίπεδο δεν χρησιμοποιήθηκαν ορισμένα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα σε επίπεδο ήπιας ισχύος.
Το ελληνικό κράτος δε συνδέθηκε αποτελεσματικά με τους ελληνικούς πληθυσμούς που διαβιούν σε αυτές τις χώρες, ούτε μπόρεσε ποτέ να προστατεύσει αποτελεσματικά τα συμφέροντά τους. Επιπλέον ούτε μέσω της οικονομικής διείσδυσης η χώρα μπόρεσε να δημιουργήσει διαύλους επικοινωνίας-επιρροής με τις πολιτικές ηγεσίες των γειτόνων. Σε διμερές επίπεδο και συγκριτικά με την Τουρκία, η οποία δουλεύει επίμονα στους δύο προαναφερθέντες τομείς, η ελληνική παρουσία βρίσκεται σε νηπιακό στάδιο. Με καμία γειτονική χώρα δεν υπάρχουν συμμαχικές-«φιλικές» σχέσεις που να μη δημιουργούνται από τις συγκυρίες(πχ ένταξη Βουλγαρίας στην Ε.Ε), αλλά να είναι αποτέλεσμα διμερών διπλωματικών προσπαθειών. Αξίζει να σημειωθεί πως όποτε δημιουργείται μία κρίση η καλύτερη διαχείρισή της από την ελληνική διπλωματία είναι η απειλή του βέτο για τους διεθνείς οργανισμούς, ειδικά σε χώρες όπως η Αλβανία και η ΠΓΔΜ. Αυτό αποτελεί ένα θεμιτό διπλωματικό όπλο, αλλά δεν είναι το μόνο.
Η ίδια τακτική ακολουθείται και στο ευρύτερο πλαίσιο της εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Οι ρώσο-ελληνικές σχέσεις βρίσκονται πολύ μακριά από το επίπεδο που θα μπορούσαν, το ίδιο και οι σχέσεις με την Κίνα, οι οποίες βασίζονται στην αγορά και πώληση δημόσιας περιουσίας. Στην αφρικανική ήπειρο ή στην Αυστραλία όπου η ελληνική παρουσία είναι έντονη η ελληνική διπλωματία λάμπει δια της απουσίας της. Δε χρησιμοποιεί ως μοχλό τους Έλληνες που κατοικούν στις περιοχές αυτές(όσοι λίγοι ή πολλοί και αν είναι), έτσι ώστε να ενισχύσει το διεθνές της κύρος, μέσω της παρουσίας της σε κάθε μήκος και πλάτος της Γης. Μόνο στις Η.Π.Α η ελληνική διπλωματία έχει παρουσία, αλλά αυτή στηρίζεται στην πρόσδεση της χώρας στο δυτικό άρμα και στη Βορειοατλαντική Συμμαχία. Εννοείται η τυφλή προσκόλληση στις επιταγές της Ε.Ε, ειδικά τα τελευταία εφτά χρόνια.
Η εμπιστοσύνη, το διεθνές κύρος και η αίγλη ενός κράτους δεν κρίνεται από το εάν παίρνει μέτρα ή εάν είναι το καλό παιδί των δανειστών. Εξαρτάται από την παρουσία του στο διεθνές γίγνεσθαι. Η συμμετοχή σε μία συμμαχία ή σε έναν οργανισμό δε σημαίνει ότι δε μπορούν να δημιουργηθούν περισσότεροι. Η ελληνική εξωτερική πολιτική επιβάλλεται να αναδιαμορφωθεί και να βασιστεί σε νέους πυλώνες:
α)Γεωγραφική θέση και εθνικό συμφέρον, αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της γεωγραφικής θέσης της χώρας και εξυπηρέτηση του εθνικού συμφέροντος διευρυμένα και όχι κοντόφθαλμα,
β)Πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική που θα στηρίζεται στη σύναψη συμφωνιών και ενεργή παρουσία της χώρας σε όλα τα φόρουμ και διεθνείς οργανισμούς,
γ)Συγκεκριμένη βαλκανική πολιτική και οικοδόμηση σχέσεων πολυμερών και διμερών με τους γείτονες για την πρόληψη των κρίσεων και ενίσχυση του γοήτρου εντός της χερσονήσου,
δ)Πολιτιστική διπλωματία, όπου υπάρχει έστω ένας Έλληνας πολίτης ή όπου είναι πρόσφορο το έδαφος(πολιτιστικές εκδηλώσεις, σχολεία, πανεπιστήμια, κτλ),
ε)Σύναψη στενών δεσμών με την ομογένεια, προστασία του τρόπου ζωής της και αξιοποίησή της προς ενίσχυσης της διεθνούς θέσης της χώρας, στ)Ρεαλιστική και ψύχραιμη αποτίμηση και σχεδιασμός εξωτερικής πολιτικής που δε θα υπερβαίνει τα όρια των δυνατοτήτων της χώρας.
Αναμφίβολα όλα αυτά φαντάζουν ανεδαφικά, ιδιαίτερα στην οικονομική κατάσταση που βρίσκεται η χώρα και με την προσφυγική κρίση που καλείται να διαχειριστεί. Ωστόσο αφού η οικονομική πολιτική κατευθύνεται αποκλειστικά από τους δανειστές και φως στο τούνελ να μη φαίνεται σύντομα, η διπλωματία είναι ένας τομέας πάνω στο οποίο μπορεί να οικοδομηθεί η Ελλάδα του αύριο. Ρεαλιστική, φιλόδοξη, σταθερή και ταυτόχρονα ευέλικτη. Πάνω σε αυτές τις λέξεις κλειδιά θα πατήσει για να γίνει το άρμα που θα ανασύρει τη χώρα από το βούρκο.