Πώς βρήκε την Ελλάδα ο πόλεμος του 1940


Η κοινωνική, πολιτιστική και αθλητική ζωή του τόπου μία μέρα πριν το «Όχι»

Όταν ξημέρωσε ο Θεός την 27η Οκτωβρίου 1940, τίποτα δεν προμήνυε πως την επομένη η Ελλάδα θα είχε πόλεμο.

Έναν πόλεμο στον οποίο τα θεριά της εποποιίας του 1940 έμελλε να δοξάσουν τη χώρα μας στα πέρατα του κόσμου.

Κανείς δεν μπορούσε πάντως να πει πως τα σύννεφα του πολέμου δεν είχαν περικυκλώσει την Ελλάδα.

Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων εκείνη τη μέρα μιλούσαν ξεκάθαρα για ιταλική προβοκάτσια περί δήθεν αιφνιδιαστικής εισβολής των Ελλήνων στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ξεφυλλίζοντας τις σελίδες τους, ο έλληνας αναγνώστης ενημερωνόταν και για τις διεθνείς εξελίξεις του πολέμου, ως εκεί όμως.

Οι Αθηναίοι είχαν ζήσει εξάλλου μια λαμπερή πρεμιέρα και η πόλη κινούνταν σε ρυθμούς… όπερας. Η ζωή στους δρόμους κυλούσε με τη συνήθη ροή και όλα έμοιαζαν κανονικά.

Κι όμως…

Ο ιταλός πρεσβευτής σκότωνε την ώρα του παίζοντας μπριτζ

Παρά το γεγονός ότι μία μέρα πρωτύτερα, στις 26 Οκτωβρίου, ο ιταλός πρεσβευτής στην Ελλάδα από το 1939, Εμανουέλε Γκράτσι, είχε παραθέσει δεξίωση στην ιταλική πρεσβεία για «την αναθέρμανση των σχέσεων φιλίας που ενώνουν τους δύο λαούς», γνώριζε προφανώς την απόφαση που είχε πάρει το Ιταλικό Πολεμικό Συμβούλιο του Μπενίτο Μουσολίνι ήδη από τις 15 του μηνός για επέμβαση στα ελληνοαλβανικά σύνορα.

Παραμένοντας στις 26 Οκτωβρίου, το «παρών» στη δεξίωση του πρέσβη είχε δώσει όλη η υψηλή αθηναϊκή κοινωνία, εκτός από τον δικτάτορα Μεταξά, ο οποίος προτίμησε να μην παραβρεθεί καθώς διέβλεπε πως όπου να ναι θα είχαμε πόλεμο με τους οικοδεσπότες.

Και είχε φυσικά δίκιο, γιατί όσο ο Γκράτσι παρίστανε τον ψύχραιμο, οι υπάλληλοι της ιταλικής πρεσβείας αποκρυπτογραφούσαν το τελεσίγραφο που ερχόταν κομμάτι-κομμάτι από την Ιταλία και έπρεπε να επιδοθεί στον Μεταξά. Τραγική ειρωνεία; Πως πάνω στο τραπέζι της δεξίωσης, πλάι στις σημαίες Ελλάδας και Ιταλίας, είχε τοποθετηθεί σε περίοπτη θέση μια τούρτα που έγραφε «Viva La Grecia».

Ο Γκράτσι καθησύχαζε τις φήμες εκείνο το βράδυ και όταν είχε στα χέρια του το πλήρες κείμενο του τελεσιγράφου (που κατέφτανε κωδικοποιημένο και τμηματικά), πήγε την επομένη για μπριτζ! Για να ροκανίσει την ώρα δηλαδή μέχρι τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου, όπου έπρεπε να δώσει το χαρτί στον Μεταξά.

Όπως είναι γνωστό, ο ιταλός πρεσβευτής πέρασε το βράδυ του στη φιλική οικία Βλαστού στη Βασιλίσσης Σοφίας με μπριτζ και χωρατά. Παρέα με μια ομήγυρη της κοσμικής Αθήνας. Κάποια στιγμή, ξημερώματα, σηκώθηκε για να πάρει τον δρόμο προς Κηφισιά, για το μέγαρο του Μεταξά.

Και πήγε με το αμάξι του στρατιωτικού ακολούθου του και όχι με τη λιμουζίνα για να μην εγείρει υπόνοιες. Στο αρχοντικό του έλληνα δικτάτορα έφτασε κατά τις 3:00 τα ξημερώματα, 3 ώρες πριν εκπνεύσει το τελεσίγραφο, ξαφνιάζοντας τον Μεταξά με το ακατάλληλο της ώρας. Εκεί άκουσε αυτό το «λοιπόν, έχουμε πόλεμο» του Μεταξά («Alors, c’ est la guerre», καθώς μιλούσαν στη γαλλική).

Την επομένη, στα ελληνοαλβανικά σύνορα, ιταλική σφαίρα βρήκε τον στόχο της και έπεσε νεκρός ο πρώτος έλληνας στρατιώτης, Βασίλειος Τσιαβαλιάρης. Ιταλία και Ελλάδα ήταν πράγματι σε εμπόλεμη κατάσταση…

 

Οι εφημερίδες της 27ης Οκτωβρίου

Τα φύλλα της 27ης Οκτωβρίου μεταφέρουν το κλίμα που έχει δημιουργηθεί, παίζοντας πρώτο θέμα την προβοκάτσια των Ιταλών για επικείμενη επίθεση των ελληνικών δυνάμεων στην αλβανική μεθόριο.

Το πρωτοσέλιδο της «Βραδυνής», για παράδειγμα, γράφει χαρακτηριστικά: «Ήρεμοι και ψύχραιμοι ενώπιον και των νέων μύθων». Στο κατατοπιστικό ρεπορτάζ σημειώνονται οι ανυπόστατες κατηγορίες της γείτονος για ελληνική επίθεση, όπως τις μεταφέρει το ιταλικό πρακτορείο ειδήσεων και τις διαψεύδει το αντίστοιχο ελληνικό.

Επίσης μεγάλα θέματα της πυκνής ειδησεογραφίας της 27ης Οκτωβρίου, τα διεθνή τεκταινόμενα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι κινήσεις Γερμανίας και Αγγλίας και οι αμερικανικές προεδρικές εκλογές φυσικά, οι οποίες ήταν προγραμματισμένες για «την μεταπροσεχή Τρίτην».

Μετά τη γνώριμη «κινδυνολογία» του Τύπου, όπως θα σκέφτονταν αναμφίβολα πολλοί συμπατριώτες μας τις κρίσιμες αυτές στιγμές, έπαιζαν τα συνήθη θέματα της ντόπιας επικαιρότητας. Και εκείνη τη μέρα είχαμε όπερα, θέατρο, ποδόσφαιρο και Τσελεμεντέ…

Η λαμπερή πρεμιέρα της κοσμικής Αθήνας

Το μείζον πολιτιστικό γεγονός των ημερών ήταν η περιβόητη πρεμιέρα της όπερας του Πουτσίνι «Μαντάμ Μπατερφλάι» από τη νεοσύστατη Λυρική Σκηνή. Η Λυρική Σκηνή είχε ιδρυθεί τον Μάρτιο εκείνης της χρονιάς (ως παράρτημα του Εθνικού Θεάτρου), η επίσημη πρεμιέρα της είχε γίνει όμως μόλις 2 μέρες πρωτύτερα, στις 25 Οκτωβρίου, και όλοι κινούνταν στον αστερισμό της.

Στην επίσημη πρώτη στο κτίριο Τσίλερ της Αγίου Κωνσταντίνου είχε παραβρεθεί όλη η αθηναϊκή αφρόκρεμα, παρουσία πρεσβευτών και ξένων αξιωματούχων και το σούσουρο δεν είχε ακόμα κοπάσει. Είχε έρθει μάλιστα και ο ίδιος ο γιος του συνθέτη, Αντόνιο Πουτσίνι, για την παράσταση, μια κίνηση που προκάλεσε ενθουσιασμό στη φιλότεχνη Αθήνα.

Καλλιτεχνικός αναβρασμός επικρατούσε όμως και στη θεατρική σκηνή. Στο Βασιλικό Θέατρο, όπως αποκαλούσε ακόμα ο Τύπος το Εθνικό Θέατρο (μετονομάστηκε το 1930 από τον υπουργό Παιδείας της κυβέρνησης Βενιζέλου, Γεώργιο Παπανδρέου), παιζόταν εκείνη την Κυριακή ο «Έμπορος της Βενετίας», ενώ στο αντίπαλον δέος, το Θέατρο Κοτοπούλη, η «Κυρία Μποβαρύ».

Οι εφημερίδες φιλοξενούν εκτενή αφιερώματα στην πλούσια θεατρική δράση της Αθήνας…

Ο Τσελεμεντές της 27ης Οκτωβρίου

Ο «προκαθήμενος» της ελληνικής κουζίνας Νικόλαος Τσελεμεντές γράφει εκείνη τη μέρα στη στήλη του «Οικιακή Οικονομία» στην εφημερίδα «Έθνος» για «ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ζητήματα που απασχολούν κάθε οικοκυράν κατά τας πολεμικάς αυτάς ημέρας».

Για το πώς θα αντικατασταθεί η ζάχαρη δηλαδή, η οποία αρχίζει να εξαφανίζεται σιγά-σιγά από την αγορά. Ο αρχιμάγειρας παρατηρεί πως «το ζήτημα της αντικαταστάσεως της ζακχάρεως» λύνεται εύκολα «με τα παράγωγα της σταφίδος μας, καθώς και με το θαυμάσιο και παγκοσμίου φήμης μέλι μας».

«Για μένα προσωπικώς, που προείδα και προείπα την ελάττωσιν της ζακχάρεως, όχι μόνο δεν με έφερεν εις δύσκολον θέσιν η έλλειψις αυτής, αλλά, όσες φορές μου εδόθη η ευκαιρία, διεκήρυξα ότι θα έπρεπε ημείς οι Έλληνες να απονέμωμεν ευχαριστίας προς τον Θεόν της Ελλάδος μας, που μας επροίκισε με τα θαυμάσια αυτά προϊόντα, με τα οποία ημπορούμε και αντικαθιστούμε την ζάχαρι εις όλας τας οικιακάς μας ανάγκας».

Και καθώς τίποτα δεν μύριζε πόλεμο για την Ελλάδα, η ίδια εφημερίδα παρατηρεί αλλού πως «Οι Αθηναίοι, επωφελούμενοι της διημέρου αργίας και του σχεδόν καλοκαιρινού καιρού, εξεστράτευσαν σην γυναιξί και τέκνοις χθες εις τα προάστεια. Τα επί της ακτής του Σαρωνικού ιδίως συνεκέντρωσαν και πάλιν όλους τους θαυμαστάς των».

Και παρακάτω διαβάζουμε για τους μόνιμους κατοίκους της «λουτροπόλεως» Γλυφάδας «και λοιπών προαστείων μέχρι Βούλας» που «άρχισαν να μελετούν το ζήτημα της εξασφαλίσεως ανέτου και φθηνής συγκοινωνίας με την πρωτεύουσαν». Πετώντας το μπαλάκι στους δημοτικούς άρχοντες…

Το ποδόσφαιρο εκείνης της σημαδιακής Κυριακής

Την αθλητική επικαιρότητα, πλάι στις «ιπποδρομίαι» και τα αποτελέσματα από τους «χθεσινούς αγώνες μποξ», όπως διαβάζουμε στην «Ακρόπολις» της 27ης Οκτωβρίου, μονοπωλεί φυσικά ο βασιλιάς των σπορ.

Για το Κύπελλο Πόλεων ο λόγος, που είχε διεξαχθεί μόλις την προηγουμένη με την Αθήνα να επικρατεί του Βόλου με 6-0 και τον Πειραιά να νικάει την Πάτρα 3-1. Το Κύπελλο Πόλεων (ή Κύπελλο Ποδοσφαιρικών Ενώσεων) ήταν ένας ετήσιος θεσμός που ξεκίνησε το 1924 και δεν αγωνίζονταν σύλλογοι, παρά μικτές ομάδες ολόκληρων πόλεων.

Στην ομάδα της Ένωσης Ποδοσφαιρικών Σωματείων Αθηνών έπαιζαν παίκτες και του Παναθηναϊκού και της ΑΕΚ, ενώ την ενδεκάδα της ΕΠΣ Πειραιώς στελέχωναν τα αστέρια Ολυμπιακού και Εθνικού. Αργότερα προστέθηκαν κι άλλες πόλεις, όπως η Μικτή ΕΠΣ Μακεδονίας (Θεσσαλονίκη), η Μικτή Πάτρας κ.λπ. Η διοργάνωση συνεχίστηκε ως το 1957.

Οι εφημερίδες μάς λένε πως ο καιρός ήταν ηλιόλουστος για τις δύο αναμετρήσεις και ο κόσμος έδωσε δυναμικό «παρών». Μόνο στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, όπως βεβαιώνει η «Ακρόπολις», ο φίλαθλος κόσμος ξεπέρασε τις 5.000. Η Μικτή Πειραιώς στέφθηκε πρωταθλήτρια για το 1940, πριν τη διακοπή και αυτού του πρωταθλήματος.

Στη νίκη μάλιστα του Πειραιά έναντι της Πάτρας, ένας από τους σκόρερ ήταν και ο παίκτης του Ολυμπιακού, Νίκος Γόδας. Μια τραγική φιγούρα του ελληνικού αθλητισμού που έμελλε εκείνη την 26η Οκτωβρίου να παίξει τον τελευταίο του αγώνα.

Αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και λοχαγός του ΕΛΑΣ, πολέμησε τους γερμανούς κατακτητές, πήρε μέρος στη Μάχη της Κοκκινιάς και στο Πέραμα και εκτελέστηκε τον Νοέμβριο του 1948 στην Κέρκυρα ως αμετανόητος κομμουνιστής.

Ο μεσοεπιθετικός του Ολυμπιακού ζήτησε μάλιστα να εκτελεστεί φορώντας την ερυθρόλευκη φανέλα: «Να μου ρίξετε και να με δολοφονήσετε με τη φανέλα του Ολυμπιακού και να μη μου δέσετε τα μάτια, για να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου πριν από τη χαριστική βολή», φέρεται να είπε πριν την εκτέλεσή του στο Λαζαρέτο της Κέρκυρας.

 

Οι εφημερίδες είχαν πράγματι μια πραότητα στα μονόστηλά τους τις παραμονές του πολέμου, ίσως γιατί δεν υπήρξε από το καθεστώς Μεταξά καμία πληροφόρηση πως σύντομα η χώρα θα ήταν σε πόλεμο. Ούτε σε επίπεδο κυβερνητικών φημών.

Λίγες ώρες μετά, θα κυκλοφορήσουν τα πρωτοσέλιδα της Δευτέρας, 28 Οκτωβρίου 1940, που θα γράφουν πλέον «Έλληνες εις τα όπλα! Ήρχισαν σήμερον αι εχθροπραξίαι» («Ασύρματος»), «Ίτε παίδες Ελλήνων» («Η Βραδυνή»), «Υπέρ βωμών και εστιών» («Έθνος»)…

Κανείς δεν θα πίστευε μία μέρα πριν πως η Ελλάδα θα έμπαινε στον πόλεμο.