*Ο Στέφανος Φιλόσογλου είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας στο αντικείμενο των Διεθνών Σπουδών, με ειδίκευση τις Στρατηγικές Σπουδές και τη Διεθνή Πολιτική.
Τις τελευταίες βδομάδες (ή καλύτερα τα τελευταία χρόνια), συνεχώς
πετυχαίνω στο Διαδίκτυο ή στις ειδήσεις κι ένα καινούριο «παράξενο» νέο.
Κάπου στον κόσμο, κάποιος ηγέτης, διέπραξε ξανά μια ξεκάθαρη παραβίαση
της δημοκρατίας, ή προχώρησε πάλι σε ένα ρατσιστικό παραλήρημα
χιτλερικού τύπου. Όλα αυτά, με έβαλαν σε σκέψεις. Γιατί ο κόσμος
παραστράτησε τόσο; Γιατί παραδοσιακά δημοκρατικές χώρες κλίνουν τώρα
προς αντιδημοκρατικές δυνάμεις; Τι είναι αυτό που μας γοητεύει ή μας ωθεί
να ψηφίζουμε κόμματα, που πριν από δέκα χρόνια δε θα μπορούσαν να
έχουν ούτε λόγο;
Σκοπός, λοιπόν, αυτής μου της προσπάθειας να αρθρογραφήσω, είναι
να ψηλαφίσω τις πιο σκοτεινές πλευρές της σημερινής πολιτικής σκηνής σε
παγκόσμιο επίπεδο. Δεν επιδιώκω, σε καμία περίπτωση να κατηγορήσω
κάποιον για τις επιλογές, που κάνει, αλλά θέλω να εξετάσω για ποιο λόγο
γίνεται αυτή η στροφή προς το ναζισμό.
Σαν απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας- Αρχαιολογίας έμαθα, πως δεν
πρέπει να συγκρίνει κανείς, ποτέ δύο εποχές. Η καθεμιά είναι ξεχωριστή με τα
δικά της χαρακτηριστικά και γνωρίσματα. Αλλά, για να είμαι ειλικρινής, δεν
μπορώ να συγκρατήσω τον εαυτό μου και την εποχή που ζούμε, τη συγκρίνω
με την εποχή του Μεσοπολέμου (1918-1939). Τότε, ο κόσμος έβγαινε από ένα
μεγάλο πόλεμο ( Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος), σοκαρισμένος από την αγριότητά
του και τον αριθμό των θυμάτων, εξουθενωμένος οικονομικά. Η Ευρώπη
κατακερματίστηκε σε πολλά μικρά κράτη, που το καθένα είχε τους δικούς του
στόχους και επιδιώξεις. Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί η τεράστια οικονομική
κρίση του 1929.
Τη λύση έδωσαν κάποιοι έξυπνοι καιροσκόποι, που βγήκαν μπροστά,
όταν κανείς από το φιλελεύθερο πολιτικό κόσμο δεν τόλμησε. Ο Χίτλερ στη
Γερμανία, λοιπόν, κι ο Μουσολίνι στην Ιταλία, χρησιμοποιώντας περίτεχνα τη
δημοκρατία, εγκαθίδρυσαν, τελικά, ρατσιστική δικτατορία. Είπαν ό,τι ο
ταλαιπωρημένος λαός ήθελε να ακούσει, έκαναν όσα μπορούσαν για να του
πετάξουν σκόνη στα μάτια και να τον αποπροσανατολίσουν και στο τέλος
ανατίναξαν τον πλανήτη.
Ασυνείδητα, λοιπόν, αυτή η εποχή μου μοιάζει στα κύρια σημεία της με
εκείνη του Μεσοπολέμου. Πάλι, εδώ και 7- 8 χρόνια, ο κόσμος ταλανίζεται
από μια οικονομική κρίση (όλος ο κόσμος κι όχι μόνο η Ελλάδα, όπως μερικοί
από έξω προσπαθούν να μας πείσουν). Πέρα από αυτό, έχουμε μια μεγάλη
οπισθοχώρηση των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας. Η φιλελεύθερη δεξιά,
καθώς κι ο σοσιαλισμός, που τα προηγούμενα χρόνια μεσουρανούσαν στην
Ευρώπη και τον κόσμο, τώρα, αποτραβιούνται, υπό τη φθορά της εξουσίας
και συρρικνώνονται. Τρανό παράδειγμα είναι η χώρα μας. Ποιος από εμάς
πίστευε πριν από 10 χρόνια πως η Νέα Δημοκρατία δε θα μπορούσε να
βγάλει μόνη, αυτοδύναμη κυβέρνηση ή ότι το ΠΑΣΟΚ θα πάλευε να
επιβιώσει; Σε κάποιες περιοχές, βλέπε ξανά Ελλάδα, το κενό εξουσίας,
καλύπτεται από αριστερά κόμματα (δε νομίζω, βέβαια, πως ακόμα κάποιος
στο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύει πως είναι αριστερός) ή στις περισσότερες περιπτώσεις
από κόμματα ακροδεξιά, που ήταν μέχρι πρότινος νεκρά και θαμμένα. Γι’ αυτό
το λόγο, βλέπουμε τη Le Pen στη Γαλλία να είναι, πλέον, ρυθμιστής της
πολιτικής κατάστασης, ή ακόμα και πολιτικοί όπως, ο Nigel Farage στη
Μεγάλη Βρετανία ή ο Donald Trump στις Η.Π.Α., να παίζουν κάποιο ρόλο
στην πολιτική ζωή αυτού του δύσμοιρου πλανήτη.
Αλλά, ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο κύριο θέμα του
άρθρου: ποιος είναι ο λόγος για όλα αυτά; Οι παράγοντες, γι’ αυτό το
φαινόμενο είναι πολλοί. Αρχικά, είναι η οικονομική κρίση. Ειδικά, εμείς οι
Έλληνες την έχουμε νιώσει στο πετσί μας. Αλλά κι ο υπόλοιπος κόσμος
πλήγεται καθημερινά. Επιχειρήσεις, μέχρι πρότινος εύρωστες, καταρρέουν, η
ανεργία στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης καλπάζει με
ρυθμούς πολύ γρήγορους. Φόροι προστίθενται στους, ήδη, υπάρχοντες κι ο
κόσμος καθημερινά φαίνεται ολοένα και περισσότερο πανικοβλημένος.
Ακριβώς αυτός ο πανικός, δεν υπάρχει μόνο ανάμεσα στους πολίτες,
αλλά και στους κυβερνώντες. Καμία κυβέρνηση δεν κατάφερε να δώσει λύση
στα προβλήματα του λαού της, αλλά αντίθετα προσθέτει κι άλλα. Αυτό,
αναπόφευκτα οδηγεί στην απογοήτευση των πολιτών. Η ψυχολογία τους έχει
φτάσει στα τάρταρα κι η αγανάκτησή τους φαίνεται πλέον στην κάλπη. Γιατί ο
μέσος Ευρωπαίος να ψηφίσει μια κυβέρνηση, που καθημερινά τον απομυζεί
για να σώσει τους τεμπέληδες ( όπως του λένε) Έλληνες, Ιταλούς ή Ισπανούς,
ενώ αυτός υποφέρει υπό το βάρος των φορολογικών του υποχρεώσεων;
Έτσι, ελαφρά τη καρδία ψηφίζει αυτόν που θα του πει πως όλα αυτά θα
σταματήσουν, πως δεν χρειάζεται την Ευρώπη για να ζήσει και να
ευημερήσει.
Αυτό ακριβώς, σε συνδυασμό, με τις τελευταίες τρομοκρατικές επιθέσεις
σε μεγάλα ευρωπαϊκά κέντρα, έχουν κάνει το μέσο Ευρωπαίο να σκέφτεται
ρατσιστικά για τους μουσουλμάνους μετανάστες, αλλά και για τους
υπόλοιπους Ευρωπαίους, που του «τρώνε τα λεφτά» για τα οποία αυτός
έχυσε αίμα, δάκρυα κι ιδρώτα.
Το πρόβλημα, λοιπόν, έγκειται σε 3 παράγοντες. Πρώτον, είναι η
αγανάκτηση των ανθρώπων που δεν μπορούν πλέον, να αντέξουν κάτω από
το βάρος της οικονομικής κρίσης, αλλά και δεν μπορούν πλέον, να ανέχονται
ανίκανους πολιτικούς. Αυτό το αίσθημα το εξέλαβαν κάποιοι καιροσκόποι ως
ευκαιρία για δράση. Η άσκηση, λοιπόν, άκρατου λαϊκισμού είναι ο δεύτερος
παράγοντας. Οι πολιτικοί αυτοί, πλέον, είναι «καβάλα στο άλογο», έχοντας
την ταμπέλα του «αγωνιστή» κατά των μνημονίων και των τεμπέληδων, του
«συνοδοιπόρου» των πολιτών. Και κάπως έτσι ερχόμαστε και στον τρίτο
παράγοντα που, κατ’ εμέ, είναι κι ο σημαντικότερος. Πλέον, δεν υπάρχει
εναλλακτική οδός για τους ψηφοφόρους. Δεν υπάρχει, δηλαδή μια πρόταση
που μπορεί να αντικρούσει αυτή την άνοδο του «εθνο- σοσιαλισμού». Κατά τη
διάρκεια του Μεσοπολέμου, υπήρχε ο κομμουνισμός ως το αντίπαλο δέος.
Πλέον, η αριστερά δεν υφίσταται ως μια ανανεωτική δύναμη, αλλά, υπάρχει
στο πολιτικό σκηνικό ως μια ανάμνηση των προπολεμικών θριάμβων του
λαού, κάτι σαν τον Παρθενώνα. Ξέρεις ότι είναι εκεί, ότι είναι κάτι όμορφο,
αλλά δεν πρόκειται να αλλάξει ποτέ και δεν πρόκειται να σου προσφέρει κάτι
ριζοσπαστικό στη ζωή σου, εκτός από το θαυμασμό του παρελθόντος.
Κλείνοντας, λοιπόν, νομίζω πως όλοι μας έχουμε κοντή μνήμη.
Ξεχάσαμε πολύ εύκολα, πως εξαιτίας, της ιδεολογίας, που τώρα, ένα όλο κι
αυξανόμενο ποσοστό ανθρώπων ψηφίζει, εξοντώθηκαν, πριν από 80
περίπου χρόνια, 80 εκατομμύρια άνθρωποι. Ξεχάσαμε, επίσης, πως γι’ αυτό
που εμείς σήμερα θεωρούμε δεδομένο κι απαρνιόμαστε, τη δημοκρατία, για
την οποία εκατομμύρια άνθρωποι έδωσαν τη ζωή τους ανά τους αιώνες. Έτσι,
όπως έκανε κι ο Aldous Huxley, δανείζομαι τον τίτλο ενός από τα έργα του
Shakespeare, με ειρωνικό τρόπο, ελπίζοντας πως αυτό που ζούμε δε θα είναι
πλέον το δεδομένο και κατεστημένο, αλλά τελικά θα αλλάξουμε τρόπο σκέψης
και θα αποτρέψουμε το απονενοημένο.