Αλήθειες και μύθοι για τα Κοινοτικά Συμβούλια, του Πασχάλη Αραμπατζή
Ο ρόλος του Προέδρου και του Τοπικού Συμβουλίου μιας Κοινότητας επικεντρώνεται στην καθημερινότητα της τοπικής κοινωνίας, στην οργάνωση των κατοίκων σε εθελοντικές πρωτοβουλίες και στην εκπροσώπηση των συμφερόντων της κοινότητας στο Δήμο.
Ο ρόλος των Δημοτικών Συμβούλων είναι πολιτικός, αναπτυξιακός και κοινωνικός βασισμένος σε ένα προεκλογικό πρόγραμμα που περιέχει και τα θέματα για κάθε Κοινότητα ξεχωριστά. Έτσι όταν ψηφίζουμε, είτε επικροτούμε είτε αποδοκιμάζουμε ένα πρόγραμμα. Οι αντιπρόσωποί μιας Κοινότητας στο Δήμο, είναι οι εκλεγμένοι Δημοτικοί Σύμβουλοι. Αυτοί είναι οι αντιπρόσωποι που παίρνουν τη «λαϊκή εντολή» για να αποφασίζουν είτε για Κοινοτικά θέματα είτε για θέματα που αφορούν όλο το Δήμο.
Με τον νέο εκλογικό νόμο, δίνεται η δυνατότητα στις Κοινότητες, να εκπροσωπηθούν με συνδυασμούς οι οποίοι θα μετέχουν στην εκλογική διαδικασία χωρίς καμία πολιτική σύνδεση με τους Δημοτικούς συνδυασμούς. Κομβικό σημείο εδώ, είναι η έννοια της εκπροσώπησης. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συγχέουμε την έννοια της εκπροσώπησης με αυτήν της αντιπροσώπευσης ως «λαϊκή εντολή».
Το σημαντικό είναι, τα θέματα μιας Κοινότητας να έχουν αναδειχθεί προεκλογικά και να έχουν μπει σε μια ιεράρχηση. Η ανάδειξη και ιεράρχηση των Κοινοτικών θεμάτων απαιτεί υποψηφίους, στο Τοπικό και Δημοτικό Συμβούλιο, ικανούς, με γνώση και προσφορά σε αυτό που λέμε «κοινό καλό». Απαιτεί όμως και κάτι πολύ σημαντικό. Να υπάρχουν μεταξύ των υποψηφίων κοινές θέσεις και επιδιώξεις. Αυτές οι κοινές θέσεις και επιδιώξεις επιτυγχάνονται μόνο μέσα από ένα πνεύμα συνεργασίας και συμβιβασμού και όχι αντιπαλότητας. Η πολιτική σύνδεση, δηλαδή ένα κοινό και ενιαίο προεκλογικό πρόγραμμα, ενός Τοπικού κι ενός Δημοτικού συνδυασμού θα πρέπει να θεωρείται η βάση για την προώθηση και τη λύση των τοπικών θεμάτων. Μόνο τότε μια Διοίκηση θα είναι αποτελεσματική και θα βρίσκεται κοντά στο δημότη και θα εκπληρώνεται έτσι ο ρόλος των Τοπικών και Δημοτικών Συμβούλων.
Κάθε άλλη προσπάθεια με το πρόσχημα της «ανεξαρτησίας» των Τοπικών συνδυασμών από τους Δημοτικούς, δηλώνει ξεκάθαρη αδυναμία των υποψηφίων Δημαρχών, να μπορέσουν να βρουν τους κατάλληλους και ικανούς ανθρώπους να πλαισιώσουν έναν Κοινοτικό συνδυασμό. Έτσι κατεβαίνουν στις εκλογές μόνο με υποψηφίους Δημοτικούς Συμβούλους με κίνδυνο ο κάθε υποψήφιος Δήμαρχος να μετατρέψει την εκλογική του δύναμη σε μια μετεκλογική συνεργασία με αδιαφανείς και υπόγειες διαδικασίες που αγγίζουν τα όρια του «πολιτικού τυχοδιωκτισμού».
Όμως και από την άλλη μεριά, ανεξαρτησία σε Κοινοτικό επίπεδο δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει για το λόγο ότι, διοικητική και οικονομική ανεξαρτησία το Σύνταγμα δεν προβλέπει. Υπάρχουν δύο βαθμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ο Δήμος (α΄ βαθμός) και η Περιφέρεια (β΄ βαθμός). Η Κοινότητα δεν αποτελεί ξεχωριστό βαθμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Υπάγεται διοικητικά και οικονομικά στο Δήμο όπου ανήκει.
Κριτήριο για την επιλογή μας στις εκλογές, θα πρέπει να είναι η ικανότητα, η γνώση και η προσφορά στο «κοινό καλό» των υποψηφίων σε Τοπικό και Δημοτικό επίπεδο αλλά και το ποια είναι η μεταξύ τους πολιτική σύνδεση, το ενιαίο προεκλογικό τους πρόγραμμα. Μόνο έτσι μια Διοίκηση του Δήμου θα επιτελεί το έργο της. Να βρίσκεται κοντά στο δημότη και να είναι περισσότερο αποτελεσματική.
Αραμπατζής Πασχάλης, προπτυχιακός φοιτητής του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.