Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν υπάρχει ακόμα επίσημη κατάληξη σχετικά με τη δημιουργία ή όχι κέντρου επανεισδοχής (relocation camp) στο Στρατόπεδο Αναγνωστοπούλου στα Διαβατά. Η επίσημη θέση της Κυβέρνησης, αλλά και του Δημάρχου Δέλτα είναι πως έχουν προταθεί και εξετάζονται εναλλακτικές τοποθεσίες στην ευρύτερη Θεσσαλονίκη για την κατασκευή του κέντρου. Εν τούτοις το παρόν άρθρο δεν εξαρτά το περιεχόμενο του από το τι θα συμβεί, αλλά θα γίνει μια προσπάθεια να ενημερώσει τον Δημότη στο τι συμβαίνει νομικά, ποιο είναι το καθεστώς των προσφύγων και ποιες οι δυνατότητες δράσης, ώστε εκείνος (ο Δημότης) να μην γίνεται έρμαιο παραπληροφόρησης και πολιτικής εκμετάλλευσης.
Η χώρα μας εκ των πραγμάτων αντιμετωπίζει τρία πραγματικά ζητήματα, τα οποία τη φέρνουν σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση. Πρώτον η γεωγραφική της θέση, που την καθιστά την κοντινότερη χώρα στη Συρία από όσες ανήκουν στο χώρο «Σέγκεν» (ελεύθερης κίνησης), δεύτερον το μεγαλύτερο μέρος των συνόρων της χώρας είναι θαλάσσιο, οπότε είναι ιδιαίτερα δύσκολο να υπάρξει έλεγχος των ροών που προωθούν τα δουλεμπορικά δίκτυα, ιδίως εν όψει και του κινδύνου πνιγμού των ανθρώπων. Το τρίτο είναι η διαχρονική δυσκαμψία και αναποτελεσματικότητα της εκάστοτε Διοίκησης στη λήψη και υλοποίηση αποφάσεων, αν και στην προκείμενη περίπτωση χωρούν ελαφρυντικά, καθώς το προσφυγικό ζήτημα όχι μόνο εξαρτάται από πολλούς υπερεθνικούς παράγοντες (Τουρκία, ΕΕ, ΝΑΤΟ κλπ) αλλά είναι και ένα ζήτημα, το μέγεθος του οποίου ξεπερνά ένα Κράτος, αλλά απαιτεί διεθνή συνεργασία (πράγμα που φαντάζει ιδιαίτερα δύσκολο).
Κατόπιν των ανωτέρω εξηγείται ο λόγος για τον οποίο η Ελλάδα έχει δεχτεί τόσο μεγάλες ροές ανθρώπων. Το μεγαλύτερο μέρος αυτών είναι πρόσφυγες, όπως ορίζονται από τα διεθνή νομικά κείμενα και πλήθος συνθηκών που έχει υπογράψει η χώρα μας, ενώ ένα τμήμα αυτών είναι μετανάστες, συχνά παράνομοι.
Το άρθρο 1 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 καθορίζει ακριβώς το ποιος είναι ο πρόσφυγας. Είναι ένα άτομο που βρίσκεται εκτός της χώρας καταγωγής του ή του τόπου κατοικίας του, έχει δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ορισμένη κοινωνική ομάδα ή λόγω πολιτικών πεποιθήσεων και εξαιτίας αυτού του φόβου δίωξης αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να απολαμβάνει την προστασία αυτής της χώρας ή την επιστροφή σ’ αυτήν. Η Σύμβαση προστάτευε αρχικά μόνο τους πρόσφυγες της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, οι οποίοι είχαν εξαναγκαστεί σε εκτοπισμό λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, για αυτό και η προστασία διευρύνθηκε με το Πρωτόκολλο του ΟΗΕ του 1967. Το Πρωτόκολλο αφαιρεί τους γεωγραφικούς και χρονικούς περιορισμούς που έθετε η αρχική Σύμβαση σύμφωνα με τους οποίους μόνο άτομα που εμπλέκονταν στα γεγονότα που συνέβησαν στην Ευρώπη πριν την 1η Ιανουαρίου του 1951, μπορούσαν να υποβάλλουν αίτηση ασύλου.
Όταν κάποιος άνθρωπος αναγνωριστεί ως πρόσφυγας λοιπόν, λαμβάνει μια «ταυτότητα πρόσφυγα» και απολαμβάνει μια σειρά δικαιωμάτων, τα οποία αναγνωρίζονται από το διεθνές δίκαιο. Γενικά τα δικαιώματα του πρόσφυγα περιλαμβάνοντας και ελευθερίες όπως αυτές της θρησκείας, της μετακίνησης, της ελευθερίας, της εκπαίδευσης, της κατοχής ταξιδιωτικών εγγράφων, της δυνατότητας εργασίας και τονίζει τις υποχρεώσεις του ή της πρόσφυγα προς τη χώρα υποδοχής. Μία σημαντική διάταξη ορίζει τη μη επιστροφή του πρόσφυγα -ο νομικός όρος είναι η μη επαναπροώθηση -σε χώρα όπου υπάρχει φόβος δίωξής του. Επίσης διασαφηνίζει ποια άτομα ή ομάδες ατόμων δεν καλύπτονται από τη Σύμβαση.
Από το καθεστώς του πρόσφυγα διαχωρίζεται ο μετανάστης, ο οποίος είναι άτομο το οποίο φεύγει από τη χώρα του, με σκοπό να αναζητήσει ένα καλύτερο οικονομικό μέλλον. Ο μετανάστης, ο οποίος εισέρχεται σε μία χώρα χωρίς να έχει στην κατοχή του τα απαραίτητα έγγραφα, τα οποία να του επιτρέπουν τη νόμιμη είσοδο στη χώρα, χαρακτηρίζεται ως παράνομος μετανάστης και επαναπροωθείται (επιστρέφεται) στη χώρα καταγωγής του.
Το (κατ’ αρχήν και σε θεωρητικό επίπεδο) σχέδιο της ΕΕ και της Ελληνικής Κυβέρνησης είναι ο διαχωρισμός σε πρόσφυγες και σε μετανάστες να πραγματοποιείται στα νησιά, στα λεγόμενα hot spots. Εν συνεχεία οι μετανάστες θα επιστρέφονται στις χώρες τους ή στην Τουρκία, (σε αυτό το ζήτημα είναι αρκετά μπερδεμένο το τι προτείνεται και δεν υπάρχει απόφαση που να υλοποιείται αυτή τη στιγμή) ενώ οι χαρακτηρισμένοι ως πρόσφυγες θα προωθούνται στα relocation camps, από τα οποία θα προωθούνται στην Ευρωπαϊκή χώρα που επιθυμούν.
Διατηρώντας κανείς τις επιφυλάξεις του σχετικά πρώτον με το αν η Ευρώπη τηρήσει τα συμφωνημένα (να μοιράζει τους πρόσφυγες στο έδαφος της και να μην αποφασίσει αντίθετα στο διεθνές δίκαιο να σφραγίζει de facto τα σύνορα της) και δεύτερον κατά πόσον το «σχέδιο» θα υλοποιηθεί σωστά από τις ελληνικές Αρχές, ο πρόσφυγας είναι και πρέπει να θεωρείται ως υποκείμενο δικαίου που αξίζει προστασίας. Μπορεί να κινείται ελεύθερα στην επικράτεια που τον φιλοξενεί και φυσικά να υπακούει στους νόμους της χώρας. Αν κάποιος πρόσφυγας προβεί σε παράνομες ενέργειες, θα υφίσταται τις ίδιες συνέπειες του νόμου με έναν Έλληνα πολίτη.
Τίθεται λοιπόν βάσει του παραπάνω υπαρκτού νομικού πλαισίου το ερώτημα αν η Κοινωνία και η Δημοκρατία απειλούνται από φοβισμένους και εξαθλιωμένους ανθρώπους, από οικογένειες με παιδιά, απλώς και μόνο λόγω διαφορετικής θρησκείας, διαφορετικής καταγωγής και χρώματος. Ιδίως όταν αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν καμία πρόθεση να παραμείνουν στη χώρα μας. Η προσωπική μου απάντηση είναι αρνητική.
ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ Β. ΤΣΟΡΜΠΑΤΖΙΔΗ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ
Τσορμπατζίδης Βασίλειος
Δικηγόρος Θεσσαλονίκης (ΑΜΔΣΘ 11039)
Αριστοτέλους 11, ΤΚ 54624
Τηλ: 2310-225726
Κιν: 6976322663
e–mail: vas.tsormp@gmail.com