Η Λίτσα της Φιλοζωικής, γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης.
Μοναχοκόρη η Λίτσα. Καλομαθημένη και καλοζωισμένη η Λίτσα. Γαρυφαλλιά την βάφτισαν (η γιαγιά βλέπεις) αλλά Λίτσα την φώναζαν από μικρή. Και της έμεινε.
Τρέλα με τα σκυλιά η Λίτσα. Μ’ αυτά μεγάλωσε. Σκύλος στο σπίτι του ενός παππού στο χωριό, χαδιάρα σκυλίτσα στο σπίτι του άλλου παππού. Στο δικό τους διαμέρισμα στη Βέροια, η μαμά δεν ήθελε σκυλιά. Και κλάμα η Λίτσα…αλλά η μαμά εκεί…βράχος. Μ’ αυτά και μ΄αυτά, πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσε η Λίτσα, οι παππούδες και οι γιαγιάδες πέθαναν και της Λίτσας της έμεινε το απωθημένο με τα σκυλιά. Τι απωθημένο…καημός κανονικός….ντέρτι.
Γυμνάσιο…Λύκειο…όμορφο κορίτσι η Λίτσα…μέτρια μαθήτρια η Λίτσα αλλά το πάλευε. Η οικογένεια οικονομικά τάφερνε βόλτα τσίμα τσίμα. Είχαν ένα ψιλικατζίδικο στη γειτονιά, μεροδούλι-μεροφάι, αλλά δεν της έλειψε τίποτα της Λίτσας. Φροντιστήρια κατ’ οίκον, εισαγωγικές εξετάσεις, το αποτέλεσμα όμως φτωχό. Πέρασε στο ΤΕΙ Τεχνολογίας Αλιείας-Υδατοκαλλιεργειών στο Μεσολόγγι. Δεν ήθελε να πάει. ‘’Θα ξαναδώσω του χρόνου’’ έλεγε. Γκρίνια η μαμά, γκρίνια ο μπαμπάς, τι να κάνει, υπέκυψε. Μικρή πόλη το Μεσολόγγι και από διασκέδαση… ψίχουλα. Σαν ελεύθερη πολιορκημένη αισθανόταν η Λίτσα. Πήρε το χαρτί και πίσω … Βέροια. Μικροδιασκεδάσεις η Λίτσα, ψάξιμο δουλειάς η Λίτσα αλλά τίποτα. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, πλάκωσε κι η κρίση και η Λίτσα στα 27 της ακόμα ψαχνόταν.
Και ήρθε ο γαμπρός. Τη ζήτησε επίσημα ο Αλέκος από τον πατέρα της. Σαραντάρης, κοντούτσικος, παχουλούτσικος, φαλακρούτσικος και πετυχημένος επιχειρηματίας στη Βέροια. Βενζινάδικο στο κέντρο της πόλης και βυτιοφόρα, πολλά βυτιοφόρα. Κλώτσησε η Λίτσα αλλά οι γονείς, κολλημένοι. ‘’Τέτοια τύχη δεν θα ξαναβρείς’’. Ενέδωσε η Λίτσα. Αρραβώνας, γάμος και τα ρέστα. Με τον καιρό τον αγάπησε τον Αλέκο. Λαϊκάντζα βέβαια με μικρή μόρφωση αλλά ψυχούλα, μυαλό κοφτερό και χιουμορίστας. Με ένα χιούμορ που…σκότωνε.
Παιδί δεν απόκτησαν και η Λίτσα έδωσε όλη την μητρική της αγάπη στην ανιψούλα της τη Ζένια, κόρη της κουνιάδας της. Βρήκε τη χαρά της η κουνιάδα. Με τις μέρες την κράταγε τη Ζένια η Λίτσα και ουσιαστικά αυτή την μεγάλωσε δίνοντάς της την αγάπη και την τρυφερότητα για το δικό της παιδί που δεν απόκτησε ποτέ.
Από την πρώτη μέρα του γάμου ήθελε σκυλί η Λίτσα.’’Κομμένα τα σκυλιά και τα γατιά στο σπίτι’’, κάθετος ο Αλέκος. Φωνές και γκρίνια η Λίτσα, άκαμπτος ο Αλέκος, δάκρυα η Λίτσα, δεν μάσησε ο κολοπετσωμένος στην πιάτσα Αλέκος. Τι να κάνει η Λίτσα, ευαίσθητη ψυχή ήταν και γράφτηκε στην ‘’Φιλοζωική Εταιρία’’ της πόλης και ‘’επί τω έργω’’. Ώρες ολόκληρες απ’ τη ζωή της για τα δυστυχισμένα αδέσποτα σκυλιά της πόλης. Τροφές, εμβόλια και…μάχες με τους βρωμόψυχους με τις φόλες αλλά και μ’ αυτούς που διαμαρτύρονταν για την υπερβολική αύξηση των αδέσποτων και για τους κινδύνους που ελόχευαν. Ανέβηκε στην ιεραρχία η Λίτσα και σε δυο χρόνια έγινε Πρόεδρος της Εταιρίας. Δεν ήταν πια μια κάποια Λίτσα αλλά η ‘’Λίτσα της Φιλοζωικής’’ όπως την ήξεραν όλοι.
Εκτός των εξωτερικών εχθρών, η Λίτσα είχε και έναν εσωτερικό…τον άντρα της τον Αλέκο. ‘’Πρώτα ο άνθρωπος’’ το σλόγκαν του. ‘’Τα αδέσποτα, πρέπει να στεγάζονται σε ιδιαίτερο χώρο όπου θα έχουν το φαγητό τους και την ιατρική τους περίθαλψη’’. Τσίτα τα νεύρα της Λίτσας. ‘’Τα αδέσποτα πρέπει να παραμένουν στο φυσικό τους περιβάλλον, ανάμεσα στους ανθρώπους’’. Μόκο ο Αλέκος.
Μέγα πειραχτήρι και σε μεγάλη φόρμα καθημερινά ο Αλέκος. ‘’Καλά ρε Λιτσάκι, εσείς εκεί στην Φιλοζωική, μόνο για τα σκυλιά μάχεστε. Αλλάξτε όνομα, κάντε το…Φιλοσκυλική’’. Άστραφτε η Λίτσα. ‘’Σταμάτα βρε μη σε πάρει και σε σηκώσει’’. Σταμάταγε ο Αλέκος. Τι να κάνει; Την αγάπαγε. Ήξερε ότι είχε όμορφα αισθήματα μέσα της η γυναίκα του και κρυφοκαμάρωνε γι’ αυτό.
Καλοκαίρι στο εξοχικό τους στη Χαλκιδική στο Πευκοχώρι. Κουνούπια…πολλά κουνούπια…και μύγες…Και να τα αντικουνουπικά η Λίτσα…και να τα σπρέι η Λίτσα…και να τη μυγοσκοτώστρα η Λίτσα και το βιολί του ο Αλέκος…’’ζωή έχουν και τα κουνούπια βρε Λιτσάκι…ζωή κι οι μύγες, να ζήσουν θέλουν’’, ’’Σταμάτα βρε σατανά’’ αγρίευε η Λίτσα…σταμάταγε ο Αλέκος. Φίδι στην αυλή της γειτόνισσας. Κι επειδή τα φίδια δεν ξέρουν από ιδιοκτησίες, σατανικό σχέδιο συνέλαβε η Λίτσα. Ένα ποτήρι γάλα στην δική της αυλή, εμφανίστηκε το φίδι και με τη μία το σκότωσε με το ρόπαλο η Λίτσα. Ακάθεκτος ο Αλέκος ‘’Ζωούλα κι αυτό ρε Λιτσάκι, να ζήσει ήθελε’’, ‘’Σταμάτααα’’ η Λίτσα’’ … Λούφαζε χαιρέκακα ο Αλέκος. Είχε τρέλα με το ψάρεμα η Λίτσα και μόνο με πετονιά. Τσίμπαγε το ψάρι, σπαρτάραγε το ψάρι…χαρά η Λίτσα και δώστου ο Αλέκος. ‘’Καλά ρε γυναίκα, εσύ κατηγορείς τους κυνηγούς ότι σκοτώνουν αθώα πλάσματα. Οι κυνηγοί όμως με το τουφέκι, μπαμ και κάτω. Εσύ σκοτώνεις τα ψάρια με φριχτό θάνατο. Φαντάσου τον εαυτό σου να έχει καταπιεί ένα αγκίστρι και να πεθαίνεις σπαρταρώντας αργά και βασανιστικά’’. Η ίδια σκηνή, ‘’σταμάτα επιτέλους βρε’’ και μούγκα ο Αλέκος.
Και πέρασε το καλοκαίρι και ήρθε το φθινόπωρο και γύρισαν στο διαμέρισμά τους στη Βέροια. Πέρασαν οι μέρες. Τα κρούσματα επίθεσης αδέσποτων σκύλων σε ηλικιωμένους αλλά κυρίως σε παιδιά πολλαπλασιάστηκαν με αποκορύφωμα την επίθεση σε δύο δεκάχρονα κοριτσάκια που γύριζαν απογευματιάτικα από το φροντιστήριο των αγγλικών. Τα ονόματά τους, Ελένη και Ζένια. Ναι, η Ζένια, η δική τους Ζένια. Δαγκωματιές παντού αλλά ευτυχώς έζησαν τα παιδιά. Έζησαν αλλά με σημάδια, πολλά σημάδια στο σώμα τους αλλά κυρίως στην ψυχή τους.
Βράδιασε. Η Λίτσα ξαπλωμένη στον καναπέ βλέπει τηλεόραση χωρίς να μπορεί να συγκεντρωθεί. Σκέψεις ανάκατες τριβελίζουν στο μυαλό της και στ’ αυτιά της ο απόηχος από τα λόγια του Αλέκου: ‘’Πρώτα ο άνθρωπος και τα αδέσποτα στο χώρο τους’’. Ανεύθυνοι γονείς αγοράζουν σκυλάκια για τα παιδιά τους και όταν τα βαρεθούν τα ξαμολάν ξεδιάντροπα στους δρόμους. Το κράτος θεσπίζει νόμους για ‘’τσιπάκια’’ στα πωλούμενα ζώα συντροφιάς που κανείς δεν τους εφαρμόζει. Οι Δήμοι επικαλούνται έλλειψη χρημάτων. Τα δυστυχισμένα αδέσποτα πολλαπλασιάζονται και τα παιδιά του κόσμου απειλούνται. Ένα κράτος που αδιαφορεί εγκληματικά για το πρόβλημα, Δήμοι που βολεύονται απ’ αυτό και δεν κάνουν τίποτα, αρμόδιες υπηρεσίες που μεταβιβάζουν το πρόβλημα η μία στην άλλη. Αδιέξοδο…πλήρες…Δεν ξέρει πια τι προτεραιότητα να δώσει η Λίτσα. Στα δυστυχισμένα αδέσποτα ή στα παιδάκια του κόσμου που περιφέρονται ανύποπτα στους δρόμους; Δεν μπόρεσε να κοιμηθεί η Λίτσα. Ξημέρωσε. Μπερδεμένη ακόμα πήγε στα γραφεία της Εταιρίας.
Από σήμερα, η Λίτσα δεν είναι πια η ‘’Λίτσα της Φιλοζωικής’’ αλλά…σκέτη Λίτσα.
Υ.Γ. Το κείμενο αυτό γράφτηκε με σεβασμό στις ευαισθησίες και στους αγώνες των μελών των φιλοζωικών οργανώσεων αλλά και με απεριόριστο προβληματισμό για τα αμέτρητα κρούσματα επιθέσεων αδέσποτων σκύλων με θανατηφόρα μερικές φορές αποτελέσματα, χωρίς να ιδρώνει το αυτί της κρατικής εξουσίας αλλά και κανενός θεσμοθετημένου οργάνου