Το λευκό όνειρο – του Μάκη Ιωσηφίδη


Στα μέσα της δεκαετίας του 60 η οικογένεια Μπουγιουκλή, βλάχικης καταγωγής, ήταν προβατοτρόφοι και είχαν τα μαντριά τους στα υψώματα των Διαβατών.

Ο Νίκος Μπουγιουκλής ο επονομαζόμενος ‘’Κουλούσας’’ ήταν ένας ανύπαντρος μεσήλικας και υπέροχος άνθρωπος. Ήταν θαμώνας του καφενείου μας στα Διαβατά και με αγαπούσε πολύ. Πήγαινα τότε στην Τετάρτη Δημοτικού. Μια μέρα έφερε στον πατέρα μου ένα νεογέννητο λευκό αρνάκι και τον άκουσα να λέει:

-Γιάννη, χθες γέννησε μια προβατίνα μας και το αρνί αυτό το κάνω δώρο στον Μάκη.

Το κράτησα στην αγκαλιά μου και τρελάθηκα. Το βάλαμε σε μια αποθήκη του σπιτιού μας και το πανέμορφο και αθώο αρνάκι έγινε η μόνιμη παρέα μου. Ξέκοψα εντελώς από την παιδική μου παρέα. Τέρμα η μπάλα στ’ Αλώνια. Τέρμα το κρυφτό, το τζαμί, ο μπούκος και το τσιλίκι στις αλάνες και στα τσαΐρια των Διαβατών.

Τάιζα το αρνάκι μου γαλατάκι με το μπιμπερό και το έβλεπα καθημερινά να μεγαλώνει. Τι χαρές έκανε όταν το πρωί άνοιγα την πόρτα της αποθήκης. Χοροπήδαγε και έκανε χίλιες τρέλες. Η μάνα μου του έβαλε έναν κόκκινο φιόγκο στο λαιμό και το έβγαζα κάθε μέρα βόλτα. Έτρεχα κι έτρεχε μαζί μου κυνηγώντας με. Σταματούσα, μ’ έφθανε κι έκανε γυροβολιές χοροπηδώντας. Μούδινε απαλές κουτουλιές για να μου δείξει την αγάπη του. Ένα λευκό όνειρο ήταν τ’ αρνάκι μου, ένα όνειρο που γέμισε την ύπαρξή μου με την απόλυτη ευτυχία.

Πόση λύπη ένιωθα όταν σκοτείνιαζε και έπρεπε να το κλείσω στην αποθήκη…

Έπεφτα για ύπνο και οι εικόνες που έζησα όλη την ημέρα με το αρνάκι μου, πλημμύριζαν τις σκέψεις μου μέχρι ο ύπνος να με τυλίξει στην αγκαλιά του. Ξύπναγα και πριν ακόμα πάρω το πρωινό μου, έτρεχα στην αποθήκη. Δεν ήθελα με τίποτα να χάσω τα χοροπηδητά και τις τρέλες του όταν αντίκριζε το φως της μέρας.

Πλησίαζε το Πάσχα και χαιρόμουν που θα κλείναν τα σχολεία και θα είχα μπόλικες ώρες για να ασχολούμαι με το αγαπημένο μου αρνάκι. Αμ δε…

Ήταν προς το τέλος της Μεγάλης βδομάδας, άργησα πολύ να ξυπνήσω και πάω στην αποθήκη. Ανοίγω την πόρτα και περιμένω να ξεχυθεί το αρνάκι μου. Τίποτα. Μπαίνω μέσα στην αποθήκη και το ψάχνω παντού. Τίποτα και πάλι. Τρελός από την αγωνία πάω στο καφενείο και ρωτάω τον πατέρα μου. ‘’Δεν ξέρω’’ μου λέει μασώντας τα λόγια του. Πάω στην μάνα μου, τα ίδια. Από ένστικτο υποπτεύθηκα ότι κάτι κακό συνέβη στο αρνάκι μου και δεν ήξεραν πώς να μου το πούνε.

Και νάσου εμφανίζεται ο χασάπης της γειτονιάς μας κρατώντας μια μεγάλη σακούλα και τον ακούω να φωνάζει:

-Γιάννηηηη…. έτοιμο…

-Ποιο είναι έτοιμο θειο Φώτη; φωνάζω με φρικτές υποψίες.

Βλέπω τον πατέρα μου να του κάνει νοήματα αλλά ο κυρ Φώτης ο χασάπης δεν πήρε πρέφα και ανύποπτος μου απαντά:

-Το αρνί σας βρε Μάκη, αυτό που θα φάτε το Πάσχα. Μανάρι ήτανε, λουκούμι θα γίνει στο ψήσιμο, θα γλείφετε τα δάχτυλά σας…

Έφυγα τρελαμένος για το δωμάτιό μου. Έπεσα μπρούμυτα στο κρεβάτι μου και ξέσπασα σε ένα ατέλειωτο αναφιλητό. Οι γονείς μου που δεν περίμεναν τέτοια αντίδραση με άφησαν να ξεσπάσω και να ξεχαστώ αλλά εγώ τίποτα. Ηρέμησα κάπως όταν οι γονείς μου επιστράτευσαν τα…βαρέα όπλα, τον αγαπημένο μου θείο Γρηγόρη Εσκικεχαγιόγλου και τον αγαπημένο μου νουνό, τον Θανάση Δαλλαρή. Ο νουνός μου κάθισε δίπλα μου, με ανασήκωσε και με πήρε στην αγκαλιά του λέγοντάς μου λόγια όμορφα. Ήξερε πώς να γλυκάνει την ψυχή μου. Και τη γλύκανε.

Περιττό να σας πω ότι το Πάσχα ούτε που ακούμπησα το λαχταριστό κρέας που μου σέρβιραν. Με αυγά και με σαλάτες την έβγαλα. Ήταν το χειρότερο Πάσχα της ζωής μου.

Για πολλές μέρες ήμουν μόνιμα μελαγχολικός. Πήγαινα το πρωί στην αποθήκη, άνοιγα την πόρτα και περίμενα μάταια να γίνει το θαύμα, να ξεπεταχθεί το αρνάκι μου και να ήταν όλα ένα κακό όνειρο.

Και τα χρόνια πέρασαν. Το αγαπημένο μου αρνάκι έγινε μια γλυκιά και νοσταλγική ανάμνηση…

Σήμερα τ’ απογευματάκι βλέποντας ένα ντοκιμαντέρ με πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα μου. Και ω του θαύματος. Πέρασαν από μπροστά μου ο Κουλούσας με το νεογέννητο αρνάκι, η αποθήκη που ήταν το σπιτάκι του, το μπιμπερό με το γαλατάκι που το τάιζα, τα χοροπηδήματά του το πρωί και πόσες άλλες όμορφες εικόνες…

Ξύπνησα απότομα και μια θλίψη πλημμύρισε την καρδιά μου…

Πήρα το λάπτοπ στα χέρια μου και άρχισα να γράφω το κείμενο που μόλις διαβάσατε…

Μάκης Ιωσηφίδης