Μάγια μου ‘χεις κάνει… γράφει ο Γαλατίδης Δημήτριος


Μάγια μου ‘χεις κάνει… γράφει ο Γαλατίδης Δημήτριος

 

Ένα ακόμη καλοκαίρι έχει φτάσει στο τέλος αλλά η μαγεία του καλά κρατεί, σιγοκαίγοντας μέσα στις καρδιές, σαν εκείνες τις φωτιές που νομοτελειακά θαρρείς, ξεφυτρώνουν στις παραλίες τα βράδια… Πόσες και πόσες ιστορίες έχουν ειπωθεί, άλλες ψεύτικες και άλλες αληθινές, όλες τους όμως ικανές να φέρουν στο μυαλό μας θύμησες μιας εποχής μαγικής, μιας εποχής εκπληκτικής. Το καλοκαίρι στην πραγματικότητα δεν είναι απλά μια εποχή, δεν μπορεί να αποτυπωθεί μόνο ημερολογιακά…

Μια τελευταία βόλτα στο πρώτο Σαββατοκύριακο του Σεπτέμβρη αποτέλεσε την αφορμή για την «μυσταγωγική» εμπειρία που σας παραθέτω.

Και το αφήγημα ξεκινά να ξετυλίγεται κάπως έτσι: Πριν λοιπόν αναχωρήσουμε από τις καλοκαιρινές μας διακοπές για να επιστρέψουμε στην εστία μας, ευρισκόμενοι για λίγες ημέρες σε ένα χωριό της αγαπημένης Χαλκιδικής (σαν αυτή άλλωστε δεν έχει), είπαμε να βγούμε μια τελευταία βραδινή  βόλτα. Είχαμε ενημερωθεί βέβαια πως η συγκεκριμένη ημέρα ήταν η εναρκτήρια ενός πενθημέρου πολιτιστικών εκδηλώσεων που θα ελάμβαναν χώρα στην πλατεία του χωριού. Εντυπωσιακά μεγάλο πλήθος κατοίκων & επισκεπτών είχαν κατακλύσει κάθε ελεύθερο τετραγωνικό εκατοστό που θα μπορούσε να υπάρχει στην πλατεία αλλά και τους τριγύρω χώρους. Εντυπωσιακότερο όλων, αποτελούσε η χωρητικότητα των γύρω (της πλατείας) ταβερνών η οποία, χωρίς ίχνος υπερβολής, είχε τουλάχιστον διπλασιαστεί από αυτή των προηγούμενων ημερών. Μπορείτε λοιπόν να καταλάβετε ότι αφήναμε πίσω ένα μέρος που περισσότερο με κυψέλη έμοιαζε παρά με χωριό. Εντυπωσιαστήκαμε αλλά παράλληλα αναρωτηθήκαμε: τι άλλο θα μπορούσε να σου φέρνει στον νου η λέξη καλοκαίρι παρά ένα διαρκές πανηγύρι, ή ένα συναίσθημα συνεχιζόμενης διασκέδασης;

 

Μετά από ένα δεκαπενθήμερο επιστρέψαμε στον τόπο του «εγκλήματος» όπως θα έκανε και ο κάθε συνεπής δολοφόνος, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κρατήσουμε ότι περισσότερο μπορούσαμε από ένα ακόμη καλοκαίρι που γοργά πια είχε αρχίσει να μας αποχαιρετά. Τα ταβερνάκια είχαν επιστρέψει στην φυσιολογική τους κατάσταση, ο κόσμος αναμενόμενα είχε πια αραιώσει, και η φασαρία είχε δώσει πρόθυμα την θέση της στην ησυχία. Σε μια ησυχία όμως τόσο ετερόκλητη όσο ελάχιστα πράγματα στην ζωή, ταυτόχρονα  ανακουφιστική αλλά και ανησυχητική. Ανακουφιστική από την στιγμή που μπορείς να κινηθείς άνετα και να καθίσεις όπου θέλεις, αλλά και ανησυχητική καθώς αυτό το βραδινό αεράκι του Σεπτέμβρη κουβαλάει μαζί του ψιθύρους, μηνύματα αποχαιρετισμού, σκέψεις βαθύτερες και προβληματισμούς για το μέλλον. Και θέλεις πραγματικά να νοιώσεις το μεγαλείο των στιγμών, να γίνεις μέρος του θροΐσματος στα φύλλα των δέντρων, παίρνοντας μεγάλες ανάσες σαν να πρόκειται να κάνεις ελεύθερη κατάδυση εκατοντάδων μέτρων. Γιατί τελικά εάν αναλογιστούμε την σύγχρονη καθημερινότητα μας θα διαπιστώσουμε ότι δεν διαφέρει στην πραγματικότητα από μια ελεύθερη κατάδυση, με όλες εκείνες τις απρόβλεπτες καταστάσεις που μπορεί να κρύβει ένα τέτοιο εγχείρημα.

 

Η μαγεία των συγκεκριμένων σκέψεων ζωγράφιζε σαν άλλος Πικάσο ένα χαμόγελο στα χείλη, ένα χαμόγελο που πήγαζε από την ευδαιμονία της ψυχής. Στιγμές όμορφες, μοναδικές, ανέμελες και χαλαρές στοιβάζονταν, σπρώχνοντας η μια την άλλη σαν τα ανυπόμονα πιτσιρίκια μπροστά στο πανηγύρι, για να τοποθετηθούν με την σειρά στο χρονοντούλαπο της μνήμης. Μνήμη, το φανταστικό εκείνο σεντούκι που κρύβει ότι σημαντικότερο μπορεί να έχει ένας άνθρωπος, τις στιγμές του. Εκεί που θα ανατρέξει ο καθένας μας στην μελαγχολία του φθινοπώρου, στις δυσκολίες του χειμώνα προκειμένου να αναθαρρήσει για να συνεχίσει την καθημερινή του προσπάθεια. Και οι αναμνήσεις του καλοκαιριού θα είναι εκείνες που θα ξεπεταχτούν από μέσα, και με την χρυσόσκονη που θα τους συνοδεύει θα φωτίσουν και θα ζεστάνουν το βροχερό απόγευμα, την παγωμένη νύχτα…

 

Το βράδυ προχωρούσε και νοιώθαμε ότι μαζί έπαιρνε πράγματα πολλά, την ανεμελιά, την χαλαρότητα, το παιχνίδι, το πανηγύρι.

Ωστόσο η αναχώρηση αυτή, ένα μόνο συναίσθημα, σαν άλλη μήτρα γεννά, αυτό της προσμονής. Για τα άλλα, τα μαγικά και εκπληκτικά που θα έρθουν…

 

Καλοκαίρι μάγια μου έχεις κάνει

και σαν φύγεις η μελαγχολία με πιάνει

μα ο θησαυρός που πίσω σου αφήνεις

ανεκτίμητος από στιγμές που μόνο εσύ δίνεις…

 

Γαλατίδης Δημήτριος