Σπύρος Ιστίκογλου, ο τροβαδούρος των Διαβατών, του Μάκη Ιωσηφίδη


Την Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου στα 89 του χρόνια, ταξίδεψε στην γειτονιά των αγγέλων ο αγαπημένος μας Σπύρος Ιστίκογλου, ο άνθρωπος που για δεκαετίες γλύκανε την ύπαρξή μας με το ακορντεόν και τη φωνή του. Το κενό του δυσαναπλήρωτο και τα Διαβατά είναι φτωχότερα χωρίς αυτόν.

Για να περιγράψουμε την καταγωγή του Σπύρου Ιστίκογλου και να σκιαγραφήσουμε την προσωπικότητα και την προσφορά του, θα ταξιδέψουμε πίσω στον χρόνο. Το 1916, στη διάρκεια του Α’ παγκοσμίου πολέμου, το ελληνικό χωριό Χογούζ της επαρχίας Ερζιγκιάν της τουρκικής Αρμενίας αδειάζει. Μέσα στη δίνη των γεγονότων του Α’ παγκοσμίου πολέμου, όλες οι οικογένειες του Χογούζ, φοβούμενες τις διώξεις των Τούρκων φεύγουν νύχτα για το Ρωσοκρατούμενο Ερζιγκιάν όπου διαμένουν για έναν χρόνο και στη συνέχεια διασκορπίζονται στη νότια Ρωσία, στην Τραπεζούντα, στην Κωνσταντινούπολη και αλλού. Από το 1920 και μετέπειτα, μετά από την περιπλάνησή τους, συγκεντρώνονται σταδιακά στο Ντουντουλάρ όπως ονομάζονταν τότε τα Διαβατά.

Ανάμεσα στις οικογένειες του Χογούζ ήταν και η οικογένεια των Ιστίκογλου που ήταν και η πολυπληθέστερη. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920, ο Πέτρος Ιστίκογλου παντρεύεται την Βαρβάρα και αποκτούν δύο παιδιά την Άννα και τον Σπύρο. Ο Σπύρος γεννήθηκε το 1931 και μεγάλωσε στα δύσκολά προπολεμικά χρόνια της δεκαετίας του 30.

Στο Δημοτικό σχολείο Διαβατών που στεγαζόταν τότε σε κτήριο πίσω από το σημερινό σούπερ μάρκετ Ναζλίδη, είχε δάσκαλο τον Αλέξανδρο Πούγκουρα ο οποίος έπαιζε δώδεκα διαφορετικά μουσικά όργανα και έγινε αιτία να αγαπήσει ο Σπύρος τη μουσική. Ο μικρός Σπύρος παρακάλεσε τον πατέρα του να του αγοράσει ένα ακορντεόν αλλά επειδή τα προπολεμικά εκείνα χρόνια οι οικογένειες τα έφερναν δύσκολα οικονομικά, ο πατέρας του τού αγόρασε μια μικρή αρμόνικα (όργανο τύπου ακορντεόν). Παίζοντας με πάθος ο μικρός Σπύρος την αρμόνικα, κατάφερε μόνος του να μάθει τους βασικούς κανόνες της μουσικής με αποτέλεσμα στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής σε κρυφές συγκεντρώσεις να παίζει και να τραγουδά τα αντάρτικα τραγούδια της εποχής.

Μετά την απελευθέρωση, με τα πρώτα χρήματα που εξοικονόμησε αγόρασε το πρώτο του ακορντεόν. Έκτοτε το μουσικό αυτό όργανο με τον υπέροχο ήχο έγινε ο μόνιμος σύντροφός του. Αυτοδίδακτος και με μοναδικά του όπλα την αγάπη του για τη μουσική, το μεράκι του για το ακορντεόν και το έμφυτο ταλέντο του, εξελίχθηκε σε μοναδικό δεξιοτέχνη. Μέσα στις δύσκολες συνθήκες της εποχής που οι άνθρωποι δούλευαν από το πρωί μέχρι το βράδυ στα χωράφια, στους μπαξέδες και φρόντιζαν τα οικόσιτα ζώα, ο Σπύρος κατάφερνε να βρίσκει  χρόνο για να παίζει το αγαπημένο του ακορντεόν καλλιεργώντας συνεχώς τις μουσικές του γνώσεις. Από τα μέσα της δεκαετίας του 50 άρχισε να παίζει σε γάμους και με τον καιρό έγινε περιζήτητος. Έπαιζε δημοτικά, ρεμπέτικα και λαϊκά τραγούδια της εποχής αλλά και παραδοσιακά από τις αλησμόνητες πατρίδες, τραγουδώντας ο ίδιος με την υπέροχη φωνή του με αποτέλεσμα κάθε γαμήλια δεξίωση να  καταλήγει σε τρικούβερτο γλέντι μέχρι το πρωί. Εμείς, μικρά παιδιά τότε, με τα μαγικά μάτια της ηλικίας μας βλέπαμε σαν Θεό τον Σπύρο την ώρα που έπαιζε και τραγουδούσε.

Γλέντι στα σπίτια ακολουθούσε και μετά από τις βαφτίσεις. Έπαιζε και τραγουδούσε ο Σπύρος, ‘’Τσαντιρίμιν Ουστούνε…ραμπί ραμπί μασαλά’’. Τον χορό ξεκινούσαν πάντα η γιαγιά μου η αμια-Λένη με τον Ευθύμιο Ιωαννίδη τον γνωστό με το προσωνύμιο ‘’Αμερικάνος’’. Εικόνες αξέχαστες που παραμένουν ως ιερά κειμήλια στις μνήμες μας, εικόνες άρρηκτα συνδεμένες με τη μορφή του Σπύρου.

Παρέα του Σπύρου ήταν τα τότε παλικάρια των πάνω Διαβατών που ήταν όλοι τους πολύ γλεντζέδες. Μετά την κρασοκατάνυξη σε κάποιο καφενείο, έφερνε ο Σπύρος το ακορντεόν και ακολουθούσε γλέντι μέχρι πρωίας.

Γλέντια γίνονταν και στις εκδρομές, στις οποίες ο Σπύρος συνοδευόμενος από την κιθάρα του Γιώργου Κοσμίδη ή του Νίκου Πιτσικαρά δημιουργούσε πάντα όμορφη ατμόσφαιρα. Όλα τα Διαβατά παρόντα στις εκδρομές, όλο το χωριό μια παρέα.

Το ίδιο και την Πρωτομαγιά στα Καραγάτσια και στις αμυγδαλιές του Πίγγα. Το ίδιο και του Προφήτη Ηλία στο νταμάρι που συνοδευόταν πάντα από την ανάβαση στο βουνό και το προσκύνημα στο ορεινό εκκλησάκι του Αγίου.  Παντού παρών ο Σπύρος με το ακορντεόν του.

Το 1956, ο Σπύρος παντρεύτηκε την σύντροφο της ζωής του, την γλυκύτατη Ελισάβετ Ιωαννίδου. Η οικογένεια της Ελισάβετ προερχόμενη από το Ζαχαράτο του Κιλκίς, είχε εγκατασταθεί στα Διαβατά από το 1946. Η ευτυχία του ζεύγους ολοκληρώθηκε την επόμενη χρονιά με την γέννηση των δύο παιδιών τους, του Πέτρου και της Βαρβάρας που ήταν δίδυμα. Ο Σπύρος έχοντας βράχο δίπλα του την ακούραστη Ελισάβετ, δούλευε σκληρά όπως όλος ο κόσμος τότε, για να αναστήσει τα παιδιά του φροντίζοντας να μην τους λείψει τίποτα. Παράλληλα συνέχισε τη μουσική του πορεία με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε μια εμβληματική φυσιογνωμία για τα Διαβατά των δεκαετιών του 50 και του 60.

Ο Σπύρος ήταν πραγματικό παλικάρι της ζωής. Τον Δεκέμβρη του 1964 πρωτοστάτησε στον ξεσηκωμό των κατοίκων των Διαβατών ενάντια στις εξευτελιστικές απαλλοτριώσεις που δόθηκαν για τη δημιουργία του συγκροτήματος ESSO PAPPAS στα χωράφια μας. Σαν χθες ήταν που οι Διαβατιανοί συγκεντρώθηκαν στα χωράφια και άρχισαν να ξηλώνουν τους πασσάλους χωροθέτησης. Ακολούθησαν φοβερές συμπλοκές με την αστυνομία. Κλασσική είναι η φωτογραφία δεξιά, στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας ‘’Ελληνικός Βορράς’’ της 17ης Δεκεμβρίου 1964 στην οποία πολλοί αστυνομικοί προσπαθούν να συγκρατήσουν τον Σπύρο Ιστίκογλου που μαζί με τους άλλους Διαβατιανούς αγωνίζεται για το δίκιο.

Στα μέσα της δεκαετίας του 60, όταν άρχισε δειλά δειλά η αστικοποίηση των Διαβατών, ο Σπύρος δημιούργησε επιχείρηση υδραυλικών ειδών την οποία ανέπτυξε και καταξίωσε. Μαχητής της ζωής, μαχητής και στην επιχειρηματικότητα ο Σπύρος παρέδωσε στον γιο του Πέτρο μια σπουδαία επιχείρηση την οποία ο Πέτρος, βαδίζοντας στα χνάρια του πατέρα του την μεγάλωσε, την μεταμόρφωσε και την διευθύνει με επιτυχία μέχρι σήμερα παραδίδοντας σιγά σιγά τη σκυτάλη στα χέρια της κόρης του Ελισάβετ.

Ο Σπύρος συνέχισε να συμμετέχει με το ακορντεόν του σε κοινωνικές εκδηλώσεις προσφέροντας πάντα χαρά στους συνανθρώπους του. Στη φωτογραφία αριστερά τον βλέπουμε να παίζει και να τραγουδά στην αναβίωση του εθίμου ‘’Γιαραλί’’ που προέρχεται από τις αλησμόνητες πατρίδες.

Με άλλους φίλους του δημιούργησε την ‘’Κομπανία Διαβατών’’ που συμμετείχε σε διάφορες εκδηλώσεις των πολιτιστικών φορέων του τόπου μας.

Γερά καταχωνιασμένες στα άδυτα της μνήμης μου είναι χιλιάδες ανάκατες ασπρόμαυρες εικόνες που τις βίωσα ως παιδί και στις οποίες κυριαρχεί η μορφή του Σπύρου. Κλείνω τα μάτια και ανατρέχω…

Είναι αρχές της δεκαετίας του 60. Βράδυ αργά, το καφενείο μας αδειάζει και ο πατέρας μου το κλείνει. Πάμε για ύπνο στο σπίτι μας που είναι ενωμένο με το καφενείο. Γύρω στα μεσάνυχτα μάς ξυπνά μια γλυκιά μελωδία από ακορντεόν. Ο Σπύρος με την παρέα του έρχονται μερακλωμένοι από κάποιο σπίτι και θέλουν να γλεντήσουν στο καφενείο μας. Ο πατέρας και η μάνα μου ντύνονται βιαστικά και τους υποδέχονται. Το γλέντι αρχίζει και σε λίγο γίνεται χαμός. Σε κάποια φάση ο γιγαντόσωμος Νέστορας Σωτηριάδης χορεύει πάνω στην πλάτη κάποιου και δίνει μπουνιές στο ταβάνι του καφενείου ανοίγοντας παντού τρύπες. Την άλλη μέρα ο πατέρας μου κάλεσε μάστορα για να μερεμετίσει τις τρύπες. Τα ίχνη έμειναν στο ταβάνι μέχρι το οριστικό κλείσιμο του καφενείου μας το 1969 και την οικογενειακή μετακόμισή μας στη Θεσσαλονίκη. Έτσι γλεντούσαν τότε οι άνθρωποι παρ’ όλη την φτώχεια της εποχής. Με λίγα ζαρζαβάτια που έφερναν κάποιοι από το μπαξεδάκι τους, με κοτόπουλα που έφερναν κάποιοι άλλοι από το κοτέτσι τους και άφθονη ρετσίνα στήνονταν γλέντια τρικούβερτα στα οποία όλοι οι άνθρωποι αδελφωμένοι διασκέδαζαν.

Τα χρόνια κύλησαν. Είμαστε πια στο 2012 και βρίσκομαι σε κάποιο γλέντι σε μαγαζί των πάνω Διαβατών. Ο βετεράνος πια Σπύρος δίνει τα ρέστα του με το ακορντεόν. Άλλη μια γενιά Διαβατιανών σκέφτομαι, που διασκεδάζει με τα τραγούδια του Σπύρου. Κάποια στιγμή σταματά και ρωτά αν θέλει κάποιος να παραγγείλει ένα τραγούδι.

-‘’Σοϊλέ σοϊλέ’’ θειο-Σπύρο, του φωνάζω.

Με κοιτάει στα μάτια και αμέσως διαισθάνομαι ότι στο πρόσωπό μου βλέπει τον πατέρα μου Γιάννη και έρχονται στο νου του οι όμορφες στιγμές της νιότης. Αρχίζει να παίζει και στον χώρο απλώνεται διάπλατα η μικρασιάτικη μελωδία:

‘’Μπελκλεντίμ ντα  γκελμεντί …… σοϊλέ, σοϊλέ, χιτς μι μπένι σεβμεντίν…’’

Ανατρίχιασα. Τα όμορφα παιδικά μου χρόνια στα Διαβατά ξαναζωντάνεψαν μέσα μου και οι εικόνες διαδέχονταν αστραπιαία η μία την άλλη. Το καφενείο μας, η μορφή του πατέρα μου, ο Σπύρος να παίζει μερακλωμένος, ο Φούφκας να ακομπανιάρει με την κιθάρα του, ο Ανέστης, ο Κλατς, ο Πιτσικαράς, ο Παστελάς, ο Εικοσπενταράς, ο Κοσμάς, ο Ζακαίος, ο Κουλούσας, ο Υπουργός, ο Νέστορας, ο Άκης και τόσες αγαπημένες μορφές στα χέρια των οποίων μεγάλωσα.

Το Σεπτέμβρη του 2018 ο Δήμος ΔΕΛΤΑ τίμησε τον Σπύρο Ιστίκογλου για την πολύχρονη προσφορά του στον πολιτισμό του τόπου μας.

Στη δύση της ζωής του, ο γερο-πλάτανος ήταν πια απόλυτα κατασταλαγμένος. Χόρτασε τη ζωή και ήταν περήφανος για τα δυο του παιδιά, τα τρία εγγόνια του και για το δισέγγονο που πρόλαβε να χαρεί. Ήταν επίσης πολύ ευχαριστημένος για την αγάπη, την εκτίμηση και τον σεβασμό που εισέπραξε από την κοινωνία των αγαπημένων του Διαβατών.

Σε βαθιά γεράματα και με προβλήματα υγείας, ήταν στιγμές που έπαιρνε το αγαπημένο του ακορντεόν, έβγαινε στην αυλή του σπιτιού του και ο τόπος αντηχούσε από τις θεσπέσιες μελωδίες του: ‘’Μανώλια’’, ‘’Αποβραδίς ξεκίνησα’’, ‘’Τα λερωμένα τ’ άπλυτα’’, ‘’Σε τούτο το παλιόσπιτο’’ και τόσα άλλα διαμάντια του λαϊκού μας πολιτισμού που στο πρόσωπο του Σπύρου βρήκε έναν από τους ωραιότερους εκφραστές του.

Το κείμενο αυτό είναι ένα ταπεινό θυμίαμα στη μνήμη του σπουδαίου αυτού ανθρώπου που δικαίωσε το πέρασμά του από τη ζωή, αφήνοντας σημαντικά χνάρια στην ύπαρξή μας.

Καλό Παράδεισο Σπύρο και όσο σε θυμόμαστε και σε μνημονεύουμε, θα ζεις για πάντα στις καρδιές μας.

Ιωσηφίδης Μάκης

 Δάσκαλος