Του Μάκη Ιωσηφίδη.
Ο Νώντας γεννήθηκε στη Σαλονίκη το 1977 και μεγάλωσε στα πούπουλα. Κολέγια, γλώσσες, σπουδές στας Ευρώπας και…και …και… Μεγάλωσε σε ένα ωραίο πατριωτικό και χριστιανικό περιβάλλον. Δεν έχει παράπονο. Από τους γονείς και τους παππούδες του πήρε σωστές αρχές. Παθολογική αγάπη για την πατρίδα και τη θρησκεία και όνειρό του να κάνει τη δική του σωστή οικογένεια.
Ο παππούς Επαμεινώντας στην κατοχική Σαλονίκη, λαθρέμπορας και μαυραγορίτης, πρωτοπαλίκαρο του αρχιδωσίλογου Πούλου και στη συνέχεια του Δάγκουλα. Έκανε λίρες ο παππούς τότε, πολλές λίρες. Τάφτιαξε και με τον Μέρτεν-αυτόν ντε που έστειλε στο Άουσβιτς τους Εβραίους της Σαλονίκης- μπήκε μεσεγγυούχος σε εβραίικα ακίνητα στην Τσιμισκή και τα κονόμησε χοντρά.
Ο πατέρας, αυγάτισε την πατρική περιουσία με κάτι χοντρές κομπίνες επί Χούντας και άφησε βαρβάτη περιουσία στον κανακάρη του.
Συντηρητικός στα πιστεύω του ο Νώντας. Αααα…όλα κι όλα, σε θέματα πατρίδας θρησκείας και οικογένειας αυτός δεν παίζει. Αγάπησε τον τόπο του τη Μακεδονία ιδιαίτερα από τη μέρα που ο πατέρας του, του έφερε τα ‘’Μυστικά του Βάλτου’’ της Πηνελόπης Δέλτα. Ο δεκάχρονος τότε Νώντας ρούφηξε κυριολεκτικά το βιβλίο. Μια, δυο, τρεις, άπειρες φορές. Έβλεπε στον ύπνο του τον εαυτό του Μακεδονομάχο εκεί στη λίμνη των Γιαννιτσών να καβαλάει την πλάβα του και με τους συντρόφους του να κατατροπώνει τους Βούλγαρους κομιτατζήδες.
Μεγάλωσε ο Νώντας. Εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του 90 τον πήγε ο πατέρας του στην Αριστοτέλους στο μεγάλο συλλαλητήριο. Εκεί κατάλαβε ότι η Μακεδονία μας δεν απειλείται πια από τους Βουλγάρους αλλά από το καινούργιο φρούτο που το έλεγαν ‘’Κράτος των Σκοπίων’’. Ξελαρυγγίστηκε εκείνη την ημέρα ο Νώντας. Έβλεπε με δέος τον όγκο του κόσμου, άκουγε τα πατριωτικά λόγια τον ομιλητών, είδε γύρω τους παπάδες, τους δεσποτάδες και τους καλόγερους του Αγίου Όρους και ο πατριωτισμός του βάρεσε κόκκινο.
Πέρασαν λίγα χρόνια και…μέγας γόης ο Νώντας. Ψηλός, σπαθάτος, γλεντζές και γυναικάς ολκής, δεν άφησε θηλυκό για θηλυκό στη Σαλονίκη. Και πέρασαν τα χρόνια. Πολύφερνος γαμπρός στη Σαλονίκη ο Νώντας. Και του έλαχε για σύζυγος η Κούλα από καλή οικογένεια. Ήξερε για το παρελθόν του η Κούλα αλλά τον παντρεύτηκε. ‘’Θα τον στρώσω εγώ’’ σκεφτόταν. Τρίχες. Στρώνεται ο Νώντας;
Μεταξύ μας τώρα, ο Νώντας τις έκανε τις αρπαχτές του. Έμπορας ο Νώντας πηγαίνει στη FYROM τάχαμ δήθεν για δουλειές. Έκανε κονέ με κάτι σκοπιανά ‘’μούτρα’’ σαν και του λόγου του. Κάναν σκοτεινές δουλειές με κάτι λάδια, με κάτι ξίδια, τον βόλευαν με γλεντάκια και γκομενάκια εκεί κι αυτός τους βόλευε με τη σειρά του όταν έρχονταν στη Σαλονίκη. Δούναι και λαβείν που λένε.
Χαμπάρι η Κούλα, κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου. Τον Νώντα και τα μάτια της. Χουβαρντάς ο Νώντας, δεν της έλειπε τίποτα. Ακριβά δώρα στα γενέθλιά της, στη γιορτή της, στην επέτειο γάμου, τι να θέλει άλλο; Άλλωστε ο Νώντας της, ήταν και πολύ θρήσκος. Να φανταστείς πήγαινε με την παρέα του δυο-τρεις φορές το χρόνο στο Άγιο Όρος. Πού να ξέρει βέβαια η φουκαριάρα η Κούλα ότι εκεί πήγαιναν για να φαν και να πιουν το καταπέτασμα μέχρι σκασμού. Κάτι ψαρούκλες αδελφέ … νααα … με το συμπάθειο. Έπρεπε κάτι να ψιλιαστεί η Κούλα επειδή ο Νώντας με το κορμί κυπαρίσσι που πρωτογνώρισε, εξελίχθηκε σε σαπιοκοιλιά περιωπής. Αλλά είπαμε…τον ύπνο του δικαίου.
Ο Νώντας, τα είχε βρει μια χαρά με τη συνείδησή του. Εκεί στην Μονή Ιβήρων είχε τον πνευματικό του. Εξομολόγηση, άφεση αμαρτιών, κανά δυο βδομάδες αυτοσυγκράτηση και μετά…βουρ για μία από τα ίδια. Ζωή χαρισάμενη σε λέω…
Την παραμυθιάζει την Κούλα ο Νώντας, κι αυτή…μασάει. Κάπου κάπου για να θολώσει τα νερά την παίρνει μαζί του στα Σκόπια σε κάτι αθώες καταστάσεις. Λιώνει η Κούλα. ‘’Αγαπούλα μου, το Σάββατο στο Γευγελή στο καζίνο θα τραγουδήσει live ο Βασίλης Καρράς. Θα πάμε;’’ ‘’Χαλάω εγώ χατήρι στο σπλάχνο μου βρε;’’ Και βουρ για το σκοπιανό καζίνο. Βγάλανε τρελά γούστα με τον άρχοντα Καρρά. E…να μην παίξουμε και στους κουλοχέρηδες κάτι; Να μην δοκιμάσουμε και την μπίλια στη ρουλέτα; Και λίγο μπλακ τζακ δεν θάναι άσχημα. Να μην βάλουμε φθηνή βενζίνα; Να μην ψωνίσουμε κατιτίς; Έδωσαν ένα κάρο λεφτά αλλά δε βαριέσαι, ωραία περάσανε. Γουστάρει η Κούλα. Έχει άντρα ωραίο και ανοιχτοχέρη.
Και μ’ αυτά και μ’ αυτά φθάσαμε αισίως στο 2018. Αρχίζουν οι ζυμώσεις για το οριστικό όνομα της FYROM. Ξεσηκώνονται οικογενειακώς. Τι θέλουν επιτέλους αυτοί οι γυφτοσκοπιανοί;. Πιέζουν τις αρχές της πόλης να πάρουν θέση, απειλούν τους βουλευτές, αναμασούν αρχαία τσιτάτα ‘’Έστιν ουν Ελλάς και η Μακεδονία’’, ανεβάζουν στο Facebook εικόνες του Μεγαλέξανδρου να τα βάζει με τους Πέρσες στα Γαυγάμηλα. Κάνουν ό,τι μπορούν.
Και έρχεται το μεγάλο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία. Ποτάμια ο κόσμος συρρέει στην παραλία της Σαλονίκης. Εκατοντάδες χιλιάδες απλοί άνθρωποι με αληθινή και ουσιαστική ευαισθησία στο όνομα Μακεδονία, αγνοί και πραγματικοί πατριώτες από τις πόλεις και τα χωριά της Μακεδονίας, από την λεβεντομάνα Κρήτη, από χώρες του εξωτερικού. Ανάμεσά τους και κάτι ‘’μπουμπούκια’’ σαν τον Νώντα, τα συνθήματα όμως κοινά κατακλύζουν τον ουρανό της Θεσσαλονίκης:
‘’Η Μακεδονία είναι ελληνική’’.
Και τελειώνει το συλλαλητήριο και το ζεύγος ανηφορίζει για την Εγνατία ικανοποιημένο που έκανε το πατριωτικό του καθήκον.
-Είδες το βιντεάκι με τον Βασίλη Καρρά χθες το βράδυ στο μπουζουξίδικο που τραγούδαγε το ‘’Μακεδονία ξακουστή’’ κι έγινε χαμός; ρωτάει ο Νώντας.
-Αν το είδα λέει; Φοβερός ο Βασίλης. Μεγάλος πατριώτης. Μπράβο.
Λίγη σιωπή και ναζιάρικη ακούγεται η φωνή της Κούλας:
-Αγαπουλίνι, το ερχόμενο Σάββατο στο καζίνο του Γευγελή τραγουδάει η Άντζελα. Θα με πας;
-Η lady Άντζελα; Φύγαμεεεε …