Ο Δήμος Εχεδώρου – Ιστορία, για να μαθαίνουν οι νεότεροι


Ο Δήμος Εχεδώρου ήταν δήμος στην δυτική περιοχή της Θεσσαλονίκης, ο οποίος δημιουργήθηκε το 1999 από την συνένωση των Δήμων Ιωνίας , Σίνδου και την Κοινότητα Καλοχωρίου, στα πλαίσια του σχεδίου Καποδίστριας για τον ΟΤΑ.

 

Ποίος ήταν ο Εχέδωρος, που έδωσε το όνομα του στον Δήμο Εχεδώρου;

Ο Εχέδωρος ήταν ανέκαθεν χείμαρρος, ο οποίος πάντοτε είχε περιορισμένες ποσότητες νερού. Μάλιστα ο Ηρόδοτος αναφέρει, ότι τα νερά του Εχεδώρου δεν έφθασαν για να ξεδιψάσει ο στρατός του Ξέρξη. Ο Εχέδωρος πηγάζει από τους πρόποδες του βουνού Κερκίνη και δια μέσου των στενών ΄΄Νάρες΄΄ εισέρχεται στον κάμπο της Θεσσαλονίκης και εκβάλλει στο Θερμαϊκό κόλπο. Κατά την αρχαιότητα η κοίτη του ποταμού απείχε από τη Θεσσαλονίκη περί τα οκτώ χιλιόμετρα και κατέληγε στο έλος, που υπήρχε δίπλα στις εκβολές του Αξιού. Η πρώτη ονομασία του ποταμού ήταν ΄΄Ηδωνός΄΄. Η ονομασία αυτή προέρχεται από τους  Ήδωνες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στις όχθες του στις αρχές της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Εν τούτοις κατά την αρχαιότητα ήταν γνωστός με τις ονομασίες ΄΄Εχέδωρος΄΄, ΄΄Εχείδωρος΄΄ και ΄΄Χείδωρος΄΄. Όλες αυτές οι ονομασίες προέρχονται από τη σύνθεση του ρήματος ΄΄έχω΄΄ και του ουσιαστικού ΄΄δώρο΄΄, το οποίο συμβολίζει προφανώς τον άφθονο χρυσό, που περιείχαν τα νερά του ποταμού.

 

Ποιοι Δήμοι και Κοινότητες συνενόθηκαν για να δημιουργηθεί ο Δήμος Εχεδώρου;

 

Η   Σίνδος, πρωτεύουσα του Δήμου Εχεδώρου και σημερινή πρωτεύουσα του Δήμου Δέλτα

Για την ύπαρξη της αρχαίας Σίνδου υπάρχει μόνο η γραπτή μαρτυρία του Ηροδότου, ότι ο στόλος του Ξέρξη εισχώρησε στο Θερμαϊκό κόλπο και ναυλόχησε στη Θέρμη, στην πόλη Σίνδο και στη Χαλάστρα. Από την περιγραφή αυτή, γνωρίζουμε, ότι η Σίνδος ήταν παράλια πόλη και βρισκόταν μεταξύ της Θέρμης και της Χαλάστρας, πιθανότατα κοντά στις εκβολές του Εχεδώρου ποταμού. Ο Δήμιτσας αναφέρει, ότι η Σίνδος ονομαζόταν και ΄΄Σίνθος΄΄. Την ονομασία αυτή, που προέρχεται από την αντικατάσταση του συμφώνου ΄΄δ΄΄ με το άλλο οδοντικό σύμφωνο ΄΄θ΄΄, χρησιμοποιεί πρώτος ο βυζαντινός λεξικογράφος Στέφανος, ο οποίος στο λεξικό του ΄΄Περί πόλεων΄΄ γράφει ΄΄ΣΙΝΘΟΣ, πόλις παρά τω Θερμαίω κόλπω. Ηρόδοτος εβδόμη. Το εθνικόν Σίνθιος΄΄, δηλαδή ΄΄ΣΙΝΘΟΣ, πόλη δίπλα στον Θερμαικό κόλπο. Από τον Ηρόδοτο (αναφέρεται) στο έβδομο βιβλίο του .Ο κάτοικος (ονομάζεται)  «Σίνθιος » . Η ονομασία Σίνδος είναι προελληνική, αφού στα διάφορα προελληνικά φύλα , όπως ήταν οι Πελασγοί , οι Κάρες και οι Λέλεγες αποδίδεται η προέλευση τοπονυμίων με τις καταλήξεις ΄΄νθος΄΄ και ΄΄νδος΄΄, όπως Πίνδος,  Λίνδος, Σίνδος ,΄Ολυνθος ,Ζάκυνθος κτλ . Τα  προελληνικά αυτά τοπονύμια διατηρήθηκαν στην ελληνική γλώσσα, η οποία δέχθηκε πολλές προελληνικές λέξεις κατά την συγχώνευση των πρώτων ελληνικών φύλων με τους προηγουμένους κατοίκους του ελλαδικού χώρου . Κατά την εκτίμησή μας η προέλευση της ονομασίας της αρχαίας Σίνδου σηματοδοτεί την ΄΄φυλετική ταυτότητα΄΄ των ιδρυτών της, που πιθανότητα ήταν οι Σίνδιες ή Σίντιες. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει, ότι οι πρώτοι κάτοικοι της Σίνδου ήταν πιθανότατα Πελασγοί. Στη συνέχεια η Σίνδος κατοικήθηκε από διάφορα θρακικά και ελληνικά φύλα και ο πληθυσμός της υπήρξε ανάμικτος από Πελασγούς, Μύγδονες και Ίωνες. Αυτό συνάγεται από Την πληροφορία του λεξικογράφου Στέφανου, ότι η Θέρμη ήταν ΄΄πόλις Ελλήνων Θρηίκων΄΄, την ανεύρεση στο αρχαίο νεκροταφείο της Σίνδου χρυσού δαχτυλιδιού, στο οποίο είναι χαραγμένη η λέξη ΄΄ΔΩΡΟΝ΄΄ σε ιωνική γραφή και την ανακάλυψη στη διπλή τράπεζα της Αγχιάλου οστράκων με τα ιωνικά ονόματα Αργαθώνιος, Ίων, Εύδικος και Μενέστρατος.

 

Το Τεκελί (Περίοδος της τουρκοκρατίας)

Το Tekyelu ήταν τούρκικο τσιφλίκι, που ανήκε στο βακούφι του Γαζή Εβρενός μπέη και στο μουκατά των φυλάκων λιβαδιών (koryciyan). Για την προέλευση της ονομασίας του οικισμού υπάρχουν δύο εκδοχές, από τις οποίες η μία θεωρεί, ότι αυτή είναι παράγωγο της τούρκικης λέξης ΄΄teke΄΄ (μοναστήρι μουσουλμάνων δερβίσηδων) και η άλλη, ότι η ονομασία προέρχεται από την τούρκικη λέξη ΄΄tecelli΄΄(τύχη, πεπρωμένο). Η πρώτη εκδοχή στηρίζεται στην πιθανολόγηση, ότι το Τεκελί αποτελούσε εξάρτημα κάποιου τεκέ της Θεσσαλονίκης, προς τον οποίο οι κάτοικοι του τσιφλικιού κατέβαλαν ένα μέρος από την ετήσια σοδειά των προιόντων τους, η δε δεύτερη στηρίζεται στη λαική παράδοση που ήθελε το Τεκελί τόπο ιερό και αλώβητο από ασθένειες και κακουχίες.

 

Η Σίνδος (Νεότερη περίοδος)

Στις αρχές του 20ου αιώνα κατοικούσαν στο Τεκελί περίπου 60 οικογένειες γηγενών, στις οποίες προστέθηκαν 389 προσφυγικές οικογένειες, που αριθμούσαν 1.457 άτομα. Οι έποικοι του Τεκελί προέρχονταν κυρίως από τη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, το Χαμζά Μπειλί της Μαγνησίας, το Κεμπίρ Σουρσουλούκ της Προύσας και το Σιναπλί της Ανατολικής Ρωμυλίας. Κατά την απογραφή του 1920 το Τεκελί είχε 694 κατοίκους, η Κουλουπάντσα 26 κατοίκους, το Κάτω Καβακλί 71 κατοίκους και το Μπειλίκι 19 κατοίκους. Το 1928 η Σίνδος αριθμούσε 1.820 κατοίκους, ενώ κατά την απογραφή του 1940 ο πληθισμός της Σίνδου ανερχόταν σε 3.692 κατοίκους.

 

Αρχαιολογικά ευρήματα στην Σίνδο

Αρχαιολογικά ευρήματα που ανακαλύφθηκαν στην ανατολική όχθη του Γαλλικού, αλλά κυρίως στην περιοχή ανάμεσα στον Αξιό και το Γαλλικό, αποδεικνύουν ότι η περιοχή κατοικείται από τη Νεολιθική Εποχή με ανάπτυξη των οικισμών κυρίως κατά τη γεωμετρική περίοδο. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αρχαίες τούμπες οι οποίες είναι τοποθετημένες ¨κατ’οικονομία¨, εκμεταλλεύονται δηλαδή νερά και αρχαίους δρόμους. Στην ευρύτερη περιοχή της Σίνδου και λίγο νοτιότερα του Προϊστορικού και Αρχαϊκού οικισμού της Τούμπας της Αγχιάλου, ανακαλύφθηκαν  τυχαία κατά τη διάρκεια έργων υποδομής, που εκτελούσε η ΕΤΒΑ στη θέση της  Β’ Φάσης της ΒΙ.ΠΕ.Θ. (1980-1982), 121 τάφοι, ορθογώνιοι σε λάκκο, λίθινοι κιβωτιόσχημοι και λίθινες σαρκοφάγοι, με πληθώρα αρχαιολογικών ευρημάτων, οι οποίοι χρονολογούνται από το 560 ως το 450 π.Χ. περίπου και σήμερα εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, σε 62 βιτρίνες. Το πιο εντυπωσιακό από τα ευρήματα είναι οι Χρυσές Μάσκες, όμοιες με τις Μυκηναϊκές, καθώς και πλήθος χρυσών αντικειμένων και κοσμημάτων που συνόδευαν τις γυναίκες, ενώ οι άντρες ήταν θαμμένοι με όλο τον οπλισμό τους.

 

Το Ντούντουλαρ (Διαβατά)

Το Dudular ήταν τούρκικο τσιφλίκι ευρυσκόμενο δυτικά του Χαρμάνκιοι και βόρεια του αμαξιτού δρόμου Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών. Σύμφωνα με τη λαική παράδοση η ονομασία του οικισμού προέρχεται από τον τούρκικο γυναικείο τίτλο ΄΄Dudu΄΄(όμορφη κυρά), τον οποίο έφερε κάποια επώνυμη μουσουλμάνα κάτοικός του. Άγνωστο είναι αν το Ντούντουλαρ έχει κάποια σχέση με το δημοφιλή λαικό χορό ΄΄ντούντουλο΄΄, ο οποίος χορευόταν σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, κυρίως την τρίτη ημέρα του Πάσχα, με τη δοξασία ότι εμπεριείχε το στοιχείο επίκλησης της βροχής. Κατά το σχολικό έτος 1894-1895 στο ελληνικό γραμματοδιδασκαλείο του Ντούντουλαρ φοιτούσαν 14 μαθητές και δίδασκε ένας δάσκαλος. Το 1906 το γραμματοδιδασκαλείο του οικισμού ήταν βουλγάρικο και φοιτούσαν σ’αυτό 20 μαθητές. Στις αρχές του 20ου αιώνα το Ντούντουλαρ ανήκε στην ιδιοκτησία του Σκενδέρ πασά και κατοικούνταν από 26 βουλγάρικες οικογένειες, που αριθμούσαν 156 κατοίκους.

 

Το Αραπλί (Ν. Μαγνησία)

Το Arapli βρισκόταν νότια του αμαξιτού δρόμου Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών, δίπλα στην ανατολική κοίτη του Γαλλικού ποταμού. Αρχικά ήταν χωριό, αλλά στη συνέχεια έγινε τούρκικο τσιφλίκι. Η ονομασία του οικισμού προέρχεται πιθανότατα από την τοπική κατάληξη ΄΄li΄΄ και την τούρκικη λέξη ΄΄arap΄΄, η οποία σημαίνει ΄΄αράπης΄΄, και μάλλον οφείλεται στο μελαψό χρώμα των κατοίκων του. Το Αραπλί ανήκε στο μουκατά των φυλάκων λιβαδιών και οι κάτοικοί του έτρεφαν άλογα, φοράδες και καμήλες για τις ανάγκες του τουρκικού δημοσίου. Το 17ο αιώνα το Αραπλί είχε μόλις οκτώ σπίτια, ενώ το 1771 οι χριστιανοί κάτοικοί του πλήρωσαν ispense 540 άσπρα.

 

Τα Διαβατά

Το 1926 η ΄΄Επιτροπεία Τοπωνυμιών της Ελλάδος΄΄ προσέδωσε την ονομασία αυτή στο τούρκικο τσιφλίκι Ντούντουλαρ, που βρισκόταν στο 7ο χιλιόμετρο της αμαξιτής οδού Θεσσαλονίκης-Γιαννιτσών. Η ονομασία ΄΄Διαβατά΄΄ οφείλεται στη νευραλγική συγκοινωνιακή θέση του οικισμού αφου από εκεί διέβαινε ο οδικός άξονας που ένωνε την θες/νικη με την δυτική και νότια Ελλάδα. Το 1918 το Ντούντουλαρ υπάχθηκε διοικητικά στην κοινότητα Νεοχωρούδας από την οποία αποσπάστηκε το 1926 και μαζί με το Αραπλί συναπετέλεσαν την κοινότητα Αραπλί .Τα Διαβατά έγιναν αυτόνομη κοινότητα το 1950 . Κατά την απογραφή του 1920 το   Ντούντουλαρ είχε 217 κατοίκους. Το 1930 οι κάτοικοι των Διαβατών ανέρχονταν σε 606 , ενώ κατά την απογραφή του 1940 , ο οικισμός αριθμούσε 779 κατοίκους. Μετά την μικρασιατική καταστροφή στο Ντούντουλαρ εγκαταστάθηκαν 87 οικογένειες Μικρασιατών και 98 οικογένειες Αρμενοφώνων Καυκασίων που αριθμούσαν συνολικά 562 άτομα.

 

Το Καλοχώρι

Το Καλοχώρι αμιγής προσφυγικός οικισμός, ο οποίος δημιουργήθηκε στη μέχρι τότε ακατοίκητη περιοχή της Κασκάρκας. Από τους εποίκους του Καλοχωρίου οι περισσότεροι προέρχονταν από την Ανατολική Θράκη, ενώ μερικοί κατάγονταν από το χωριό της Ανατολικής Ρωμυλίας. Από τους Ανατολικοθρακιώτες πρόσφυγες του Καλοχωρίου, 83 οικογένειες κατάγονταν από το Γιουβαλί, 35 οικογένειες από το Μεγάλο Ζαλούφο, 14 οικογένειες από την Ανδριανούπολη και 8 οικογένειες κατάγονταν από τη Βιζύη. Οι πρόσφυγες του Μεγάλου Ζάλουφου κατάγονταν από το χωριό Κολωνία της Β. Ηπείρου, απ’όπου μετώκησαν οι πρόγονοί τους περί το 16ο αιώνα, με διαταγή του σουλτάνου Σελίμ Β, για να κατασκευάσουν το περίφημο τέμενος ΄΄Σελιμιέ΄΄ της Ανδριανούπολης (1567-1574), που υπήρξε έργο του περιώνυμου Χριστιανού αρχιτέκτονα Σινάν. Η πρώτη ονομασία του Καλοχωρίου ήταν ΄΄Κασκάρκα΄΄. Η λέξη αυτή σημαίνει ΄΄κεφάλι σε σχήμα τόξου΄΄, έλκει δε την προέλευσή της από τη χήνα, που το κεφάλι της έχει σχήμα τόξου. Η ονομασία Κασκάρκα προσδόθηκε στη συγκεκριμένη περιοχή από τις πολλές αγριόχηνες, που υπήρχαν σ’αυτήν, καθώς και στην ευρύτερη ελώδη περιοχή των εκβολών του Γαλλικού και του Αξιού. Την ύπαρξη των αγριόχηνων αναφέρει και ο W. Leake, ο οποίος πέρασε από την Κασκάρκα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αξιοσημείωτο είναι, ότι νοτιοδυτικά του Καλοχωρίου υφίσταται τοποθεσία με την ονομασία ΄΄Χηναρού΄΄