Βρισκόμαστε στο μακρινό 1916. Εδώ και δυο χρόνια έχει ξεσπάσει ο Μεγάλος πόλεμος, αυτός που αργότερα θα ονομαστεί Α’ παγκόσμιος, ανάμεσα στις δυνάμεις της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) και τις δυνάμεις της κεντρικής Ευρώπης (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, στις οποίες προστέθηκε λίγο αργότερα και η Οθωμανική Αυτοκρατορία). Στα πλαίσια του Μεγάλου πολέμου έρχονται αντιμέτωπες η τσαρική Ρωσία με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στην αρχή οι Οθωμανοί έχουν επιτυχίες αλλά στη συνέχεια οι Ρώσοι τους παίρνουν φαλάγγι. Οι Οθωμανοί υποχωρούν και οι Ρώσοι καταλαμβάνουν την Τραπεζούντα, το Ερζερούμ, πρωτεύουσα της Ανατολικής Ανατολίας και την μεγάλη και στρατηγική πόλη Ερζιγκιάν.
Νότια του Ερζιγκιάν υπήρχε το μικρό ορεινό χωριό Χογούζ. Οι κάτοικοί του με ελληνική εθνική συνείδηση περιτριγυρισμένοι από αρμενικά κυρίως αλλά και τουρκικά χωριά δεν ήξεραν ελληνικά αλλά μίλαγαν τα αρμένικα και τα τούρκικα για τις συναλλαγές τους. Το χωριό Χογούζ χτισμένο στις πλαγιές του όρους Τζοβούκ αγνάντευε από ψηλά τον ποταμό Ευφράτη. Οι κάτοικοι του Χογούζ, απομακρυσμένοι από μεγάλα αστικά κέντρα ήταν φιλήσυχοι κτηνοτρόφοι. Μετά τις εξελίξεις στο πολεμικό μέτωπο, το Χογούζ βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του πολέμου.
Στο Χογούζ ζούσε και η οικογένεια Γεωργιάδη που την αποτελούσαν ο πατέρας Σάββας, η μητέρα Σοφία και τα τέσσερα παιδιά τους που ήταν κατά σειρά γέννησης η Μαργαρίτα, ο Αναστάσης, η Φρόσω και η Ελένη. Η μικρούλα Ελένη, το στερνοπούλι της οικογένειας ήταν η αδυναμία όλων. Πανέμορφη και πανέξυπνη τους τρέλαινε όλους με τα καμώματα και τα τσαλίμια της. Μεγάλο χτύπημα για την οικογένεια ήταν όταν έμαθαν ότι ο πατέρας Σάββας που είχε κληθεί από τους Τούρκους στον πόλεμο, πέθανε από τις κακουχίες στα Αμελέ Ταμπουρού.
Τον Οκτώβρη του 1916 ο παπα-Νικόλας Παπαδόπουλος, ιερέας του Χογούζ μαθαίνει μια μυστική διαταγή του τουρκικού επιτελείου σύμφωνα με την οποία οι Τούρκοι ετοιμάζονταν να απομακρύνουν νοτιότερα τους κατοίκους του Χογούζ, πράγμα που θα οδηγούσε σε εξόντωση του πληθυσμού. Αστραπιαία οι αρχές του χωριού ήρθαν σε μυστική συνεννόηση με Κούρδους φυλάρχους οι οποίοι έναντι αδρής αμοιβής ανέλαβαν να οδηγήσουν νύχτα τους κατοίκους του χωριού νοτιότερα και στη συνέχεια βόρεια ώστε να φθάσουν με ασφάλεια στο ρωσοκρατούμενο Ερζιγκιάν αποφεύγοντας έτσι τις προφυλακές του τουρκικού στρατού.
Στις 28 Οκτωβρίου του 1916 το Χογούζ άδειασε. Οι κάτοικοι πήραν στο χέρι ό,τι μπορούσαν να μεταφέρουν και ξεκίνησαν την μαρτυρική τους πορεία. Διανυκτέρευαν σε κουρδικά χωριά και συνέχιζαν μέχρις ότου έφθασαν στο Ερζιγκιάν. Στην διαδρομή πέθαναν πολλοί από τις κακουχίες. Στο Ερζιγκιάν έμειναν για έναν περίπου χρόνο. Το 1917 ξέσπασε στη Ρωσία η μεγάλη επανάσταση που
είχε ως αποτέλεσμα να αποσυρθεί η Ρωσία από τον πόλεμο και ο στρατός της να αποχωρήσει από τα τουρκικά εδάφη που είχε καταλάβει. Μεγάλο μέρος των κατοίκων του Χογούζ αποφάσισε να ακολουθήσει στην υποχώρησή του τον ρωσικό στρατό στη Νότια Ρωσία. Άρχισε έτσι η επόμενη μαρτυρική τους πορεία μέσα στο χειμώνα τον Γενάρη του 1918 μέσω Ερζερούμ. Τα παιδιά και οι ηλικιωμένοι ήταν πάνω σε κάρα και οι υπόλοιποι περπατούσαν. Η οικογένεια Γεωργιάδη διασκορπίστηκε. Η πεντάχρονη Ελένη βρέθηκε πάνω σε ένα κάρο με πτώματα. Σε κάθε στάση του ρωσικού στρατού γινόταν η καταμέτρηση. Σε μια απ’ αυτές η Ελένη δεν βρέθηκε. Τρελαμένοι από την αγωνία ξαμολύθηκαν οι δικοί της για να την αναζητήσουν. Δυστυχώς η Ελένη δεν βρέθηκε και όλο αυτό το τσούρμο συνέχισε σε λίγο την πορεία του. Χιόνια και παγωνιά γύρω που τρυπούσε τα κόκαλα. Όταν έφθασαν στο Ερζερούμ οι γιατροί μάζεψαν τα παιδιά και τους έβαλαν ένα υγρό στα χέρια και τα πόδια που ήταν παγωμένα. Έως την επόμενη μέρα τα δέρματά τους είχαν μαζευτεί και το πρωί αυτό το δέρμα το έβγαλαν με ένα τσιμπίδι. Τους έκοψαν τα μαυρισμένα δάχτυλα που ήταν παγωμένα και τα καθάρισαν για να μην προχωρήσει η αρρώστια. Τα παιδιά τσίριζαν και ούρλιαζαν από τον πόνο και έχασαν πολλά δάχτυλα από τα κρυοπαγήματα. Όταν έφθασαν στη Νότια Ρωσία, οι Ρώσοι μοίρασαν ανά δύο οικογένειες του Χογούζ σε ποντιακά χωριά που είχαν δημιουργηθεί εκεί από παλαιότερες αγριότητες των Τούρκων στον Πόντο.
Η οικογένεια Γεωργιάδη κλαίει το χαμένο της βλαστάρι. Παρ’ όλ’ αυτά με κρυφές ελπίδες προσπαθούν όλοι με κάθε τρόπο να μάθουν για την τύχη της Ελένης. Από την στενοχώρια και τις κακουχίες πέθαναν η μητέρα Σοφία και ο γιος Αναστάσης. Έμειναν έτσι μόνες και απροστάτευτες οι δύο αδελφές Μαργαρίτα και Φρόσω που μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη όπου τις χώρισαν. Την Μαργαρίτα την ανέλαβε μια ελληνική οικογένεια από το Χογούζ που είχε φύγει πριν από τα γεγονότα. Την Φρόσω την πήρε ως υπηρέτρια μια άλλη ελληνική οικογένεια.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών η Μαργαρίτα με το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων του Χογούζ κατέληξε το 1924 στο χωριό Ντουντουλάρ (σημερινά Διαβατά Θεσσαλονίκης) ενώ η Φρόσω με την άλλη οικογένεια κατέληξε στον Πειραιά. Μια μέρα η Φρόσω σε κάποιο δρόμο του Πειραιά συνάντησε τυχαία κάποιον συγχωριανό της από το Χογούζ. Τον ρώτησε αν γνωρίζει που κατέληξαν οι κάτοικοι του χωριού τους. Εκείνος της απάντησε ότι βρίσκονται στο χωριό Ντουντουλάρ κοντά στη Θεσσαλονίκη και την συνέστησε να μην πάει εκεί επειδή τους θερίζει όλους η ελονοσία. Παρ’ όλ’ αυτά η Φρόσω πήρε το τραίνο και έφθασε στο Ντουντουλάρ και οι δύο αδελφές έπεσαν η μία στην αγκαλιά της άλλης κλαίγοντας από χαρά που ξαναβρέθηκαν αλλά και από λύπη για τους δικούς τους που χάθηκαν, ιδιαίτερα για την μικρή αδελφούλα τους την Ελένη.
Αγώνα έκαναν οι δύο αδελφές για την Ελένη. Έδωσαν τα στοιχεία της στον Ερυθρό Σταυρό αλλά μάταια. Κανένα νέο. Πρώτη παντρεύτηκε η Μαργαρίτα τον συμπατριώτη της από το Χογούζ Αναστάση Εσκηκεχαγιόγλου. Το πρώτο τους παιδί ήταν ένα χαριτωμένο κοριτσάκι. Όταν ήρθε η ώρα να βαπτιστεί, ο Αναστάσης ήθελε να βάλει το όνομα της μάνας του και η Μαργαρίτα το όνομα της χαμένης της αδελφής. Ο Αναστάσης που ήξερε τα γεγονότα υποχώρησε και έτσι στο κορίτσι δόθηκε το όνομα Ελένη. Οι δύο αδελφές συνέχισαν τις προσπάθειές τους για την ανεύρεση της αδελφής τους Ελένης ώσπου τα χρόνια πέρασαν και χάθηκε κάθε ελπίδα. Οι δύο αδελφές Μαργαρίτα και Φρόσω πέθαναν στα Διαβατά σε μεγάλη ηλικία και μέχρι την τελευταία τους πνοή είχαν πάντα στο στόμα τους το όνομα της χαμένης αδελφούλας τους.
ΥΓ. 1 Η φωτογραφία είναι του 1929 και διακρίνονται όρθιοι ο Αναστάσης Εσκηκεχαγιόγλου με τον αδελφό του Βασίλη. Καθιστή η Μαργαρίτα που κρατάει στην αγκαλιά της την κορούλα της Ελένη που της δόθηκε το όνομα της χαμένης θείας της.
ΥΓ. 2 Η μικρή Ελένη της φωτογραφίας είναι η μητέρα μου Ελένη Εσκηκεχαγιόγλου-Ιωσηφίδου που την χάσαμε πέρσι τέτοιον καιρό.
ΥΓ. 3 Πολλά στοιχεία της αφήγησης της μαρτυρικής πορείας άντλησα από συνέντευξη που πήρε από την Φρόσω στα βαθιά της γεράματα η ανιψιά μου Διαβατιανή δασκάλα Σοφία Ιστίκογλου.
ΥΓ. 4 Το κείμενο αυτό αποτελεί μια σταγόνα ιερής μνήμης και σεβασμού στα τότε ακρωτηριασμένα παιδιά που εγώ τους γνώρισα ως παππούδες και γιαγιάδες. Ήταν την δεκαετία του 60 που ως παιδί κι εγώ παρατηρούσα με περιέργεια τα χέρια και τα πόδια τους από τα οποία έλειπαν δάχτυλα αλλά και ολόκληρα κομμάτια δέρματος.
ΥΓ. 5 Το κείμενο αυτό αποτελεί επίσης μια σταγόνα αγάπης για την Ελένη, αδελφή της γιαγιάς μου και θεία της μητέρας μου που την γνώρισα μέσα από τις αφηγήσεις της γιαγιάς μου Μαργαρίτας και της μητέρας μου.
ΥΓ. 6 Το κείμενο αυτό αποτελεί τέλος μια μικρή κατάθεση ψυχής για τα 100 χρόνια από την μεγάλη καταστροφή και τα μαρτύρια του προσφυγικού ελληνισμού.