Κι εμείς οι τρείς στος στον καφενέ… του Μάκη Ιωσηφίδη


Κι εμείς οι τρείς στος στον καφενέ… του Μάκη Ιωσηφίδη

Μισοκλείνουν τα μάτια του μπαρμπα-Θόδωρου, βραδιάζει στην ψυχή του. Δεμένος χειροπόδαρα πάνω στην καρέκλα και φιμωμένος σφιχτά, ακόμα δεν μπορεί να συλλάβει αυτό που του συνέβη πριν από μια ώρα στα 91 του χρόνια.

Είχε βραδιάσει για τα καλά και στο μικρό διαμέρισμα της Αθήνας όπου μένει, ετοιμαζόταν να πάρει το τελευταίο χάπι του και να πάει για ύπνο. Το ραδιοφωνάκι του έπαιζε μουσική και το ρολόι του τοίχου έδειχνε 11.35 όταν άκουσε έναν θόρυβο στην μπαλκονόπορτα. Ο πρώτος ληστής με το πιστόλι στο χέρι όρμησε με μανία κατά πάνω του, τον χτύπησε άγρια στο κεφάλι με τη λαβή του όπλου και τον ακινητοποίησε. Ακολούθησαν οι άλλοι δύο με πιστόλια κι αυτοί. ‘’Πού έχεις τα λεφτά ρε κωλόγερε;’’. Αδυνατεί να μιλήσει ο παππούς, ο τρόμος τον παραλύει. Τα χτυπήματα έρχονται βροχή παρέα με βρισιές. Λυγίζει ο Θόδωρος και τους δείχνει το τρίτο αριστερά συρτάρι στο σκρίνιο. Οι ληστές το κάνουν άνω κάτω και βρίσκουν τις λιγοστές οικονομίες του παππού. Αυτές που με τα χίλια ζόρια περίσσεψε από την πετσοκομμένη σύνταξή του για το δώρο της αγαπημένης του εγγόνας που παντρεύεται την άλλη Κυριακή. Οι ληστές σηκώνουν ό,τι άλλο πολύτιμο βρίσκουν και ετοιμάζονται να φύγουν. ‘’Σκότωσέ τον’’ λέει ένας απ’ αυτούς ‘’πνίξτονε τον σκατόγερο’’. Όχι, λέει ο άλλος που φαίνεται για αρχηγός και τους κάνει νόημα. Δένουν τον παππού χειροπόδαρα στην καρέκλα του, τον φιμώνουν και φεύγουν από την μπαλκονόπορτα.

Το πρωί είναι να έρθει κατά τις 10 ο γιος του ο Γιώργος για να τον πάρει και να πάνε όλοι μαζί στου Ζωγράφου, στο Πανεπιστήμιο. Ορκίζεται ο εγγονός του μπαρμπα-Θόδωρου, ο μικρός Θοδωρής που παίρνει το πτυχίο της ιατρικής αλλά ο παππούς διαισθάνεται ότι δεν θα αντέξει.

Τόση ώρα, με το πρόσωπο ματωμένο και δεμένος ο παππούς αναπολεί τη ζωή του. Γεννήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 20 σε μια Ελλάδα που πάλευε να επουλώσει τα θανάσιμα τραύματα της καταστροφής του 22. Βλέπει τον εαυτό του  παιδάκι να παίζει ξένοιαστο στο χωριό του αλλά και οι δουλειές ατέλειωτες. Τα ζώα, το χωράφι, ο μπαξές και μαζί μ’ αυτά και το σχολείο. Αγαπούσε τα γράμματα ο Θόδωρος αλλά η ζωή τη δεκαετία του 30 δύσκολη. Φτώχεια. Τέλειωσε το Δημοτικό και κατευθείαν στη βιοπάλη για να βοηθήσει την οικογένεια. Ήταν ο μεγάλος γιος και τα στόματα πολλά. Τον έστειλε ο πατέρας του στην Αθήνα, στον συγχωριανό και φίλο του τον Μήτσο τον εργολάβο, να μπει μαθητευόμενος στην οικοδομή. Προκομμένος ο Θόδωρος και δουλευταράς. Στα 17 του ήταν ο πρώτος χτίστης. Μάστορας με τα όλα του περιζήτητος. Βοηθάει την οικογένεια αλλά δεν ξεχνά και το χρέος του προς την σκλαβωμένη πατρίδα.

Είμαστε στην άνοιξη του 1943 και η Ελλάδα στενάζει κάτω από την τριπλή γερμανοϊταλοβουλγαρική κατοχή. Γράφεται στην αντιστασιακή οργάνωση και με τους άλλους πατριώτες συλλέγει πληροφορίες και εφόδια για την Αντίσταση. Το πληρώνει με τη σύλληψή του το καλοκαίρι του 44 και αντέχει τα βασανιστήρια στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Φθηνά τη γλιτώνει ο Θόδωρος όταν τον Οκτώβρη οι Γερμανοί φεύγουν από την Ελλάδα και βγαίνει από τη φυλακή. Ξαναγυρίζει στην οικοδομή και ξεκινά από το μηδέν. Είμαστε στη δεκαετία του 50 και ο Θοδωρής δουλεύει σαν σκυλί. Ο γέρος του πέθανε και έχει να παντρέψει τις δύο αδελφές του. Και οι γαμπροί θέλουν προίκα.

Άργησε να παντρευτεί ο Θόδωρος και να ανοίξει σπίτι. Στα 38 του χρόνια το 1964 η καρδιά του σπαρταρά όταν γνωρίζει τη Βαγγελιώ. Ο έρωτας χτυπά την πόρτα της ψυχής του και ο γάμος γίνεται την επόμενη χρονιά. Με την αγαπημένη του Βαγγελιώ απέκτησαν δύο παιδιά τον Γιώργο και την Χριστίνα. Τρελός από ευτυχία ο Θόδωρος δουλεύει εντατικά για να αναστήσει τα βλαστάρια του στην Ελλάδα της αντιπαροχής.

Καληνύχτα μπαρμπα-Θόδωρε… καληνύχτα Ελλάδα…

Ο Θόδωρος με την Βαγγελιώ βράχο δίπλα του, σπουδάζουν τα παιδιά τους και τα καμαρώνουν επιστήμονες. Αρχιτέκτονας ο Γιώργος και δικηγόρος η Χριστινούλα τους. Δυο εγγόνια τους χάρισε ο Γιώργος, τον Θοδωρή που πήρε το όνομα του παππού και την Ελένη. Μιαν εγγόνα τους χάρισε η Χριστίνα, την Βαγγελίτσα που πήρε το όνομα της γιαγιάς Βαγγελιώς.

Είναι πέντε χρόνια που η αγαπημένη του Βαγγελιώ πέθανε. Όταν ο γιατρός του μίλησε ιδιαίτερα για τον καρκίνο στα σωθικά της, τα γόνατά του λύγισαν. Γερό σκαρί η Βαγγελιώ πάλεψε τον ‘’βρικόλακα’’ κοντά δυο χρόνια. Από τότε που ‘’έφυγε’’, ο Θόδωρος αισθάνεται απέραντη μοναξιά. Μένει μόνος του στο μικρό διαμέρισμα αλλά δεν έχει παράπονο. Τα παιδιά του τον επισκέπτονται συχνά και τον φροντίζουν. Το ίδιο και τα εγγόνια του.

Ο Θόδωρος κάνει μια ακόμα προσπάθεια να χαλαρώσει τα δεσμά του και να λυθεί. Δεν τα καταφέρνει και ξαναγυρίζει στις σκέψεις του. Ματώνει η καρδιά του όταν θυμάται ότι από το 2010, τα πάντα στην πατρίδα μας άλλαξαν. Η Ελλάδα ζει τον εφιάλτη των μνημονίων. Απατεώνες πολιτικοί όλων των βαθμίδων και άλλοι πάσης φύσεως ντόπιοι και διεθνείς τυχοδιώκτες κατάκλεψαν τον εθνικό πλούτο της χώρας, λεηλάτησαν τον ιδρώτα του λαού μας και κυκλοφορούν σήμερα ελεύθεροι. Ο λαός μας εδώ και εφτά χρόνια πληρώνει τα κλεμμένα τους και η εγκληματικότητα βάρεσε κόκκινο. Αιματηρές ληστείες, απαγωγές για λύτρα, αδέσποτες σφαίρες που σκοτώνουν μικρά παιδάκια, μισθοφόροι εγκληματίες που σκοτώνουν εν ψυχρώ και πόσα άλλα…

Προσπαθεί να κοιμηθεί ο Θόδωρος. Άδικος κόπος. Οι σκέψεις τριβελίζουν το μυαλό του. ‘’Δεν μου αξίζει τέτοιος θάνατος’’ σκέφτεται. Η πατρίδα μας έγινε ξέφραγο αμπέλι. ‘’Μπάτε σκύλοι αλέστε’’ που λέει ο λαός μας. Οι δικές μας ελληνικές συμμορίες και οι πάσης φύσεως μαφίες Γεωργιανών, Αλβανών κτλ. αλωνίζουν. Μπαίνουν στα σπίτια, κλέβουν, ρημάζουν, σκοτώνουν. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας, αυτοί που με τον ιδρώτα τους κράτησαν την Ελλάδα σε δύσκολες εποχές, αυτοί που έχτισαν την πατρίδα μας, ληστεύονται από αγέλες ανθρωποειδών και πεθαίνουν με μαρτυρικό θάνατο. Και δεν ιδρώνει το αυτί κανενός. Συλλαμβάνονται κάποιοι και την άλλη μέρα … κυκλοφορούν ελεύθεροι …

Ξάφνου, ασυναίσθητα, ο βετεράνος της ζωής πέφτει σε έναν βαθύ ύπνο σκέτο λήθαργο. Βλέπει ένα παράξενο όνειρο. Χιλιάδες Έλληνες ξεχύνονται στους δρόμους των μεγάλων πόλεων. Τα ανθρώπινα ρυάκια γίνονται ποτάμια αυθόρμητα, άναρχα και χωρίς καμιά κομματική καθοδήγηση. 1.000.000 στην Αθήνα στο Σύνταγμα … 500.000 στη Θεσσαλονίκη στην Αριστοτέλους καμιά πενηνταριά χιλιάδες στην Πάτρα, άλλοι τόσοι στη Λάρισα … στο Ηράκλειο … Η Ελλάδα είναι ένα καζάνι που βράζει. Μια μυριόστομη ιαχή αντηχεί απ’ άκρου σ’ άκρο στη χώρα…ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ….ΠΑΡΤΕ ΜΕΤΡΑ…ΣΚΛΗΡΑ ΜΕΤΡΑ…Έκτακτη συνεδρίαση της Βουλής. Ο αρμόδιος υπουργός κατεβάζει έναν νόμο που μετατρέπει σε ‘’ιδιώνυμο’’ αδίκημα την οπλοκατοχή. Στη Βουλή, με 1.000.000 οργισμένο κόσμο απ’ έξω, το ιδιώνυμο της οπλοκατοχής ψηφίζεται ομόφωνα απ’ όλα τα κόμματα. Δίνεται προθεσμία ενός μήνα σε όλους για να παραδώσουν τα όπλα τους στα οικεία αστυνομικά τμήματα. Μετά την παρέλευση του μήνα, όποιος συλλαμβάνεται να έχει πάνω του κάποιο όπλο, οδηγείται αμέσως στη φυλακή με αυστηρότατες ποινές χωρίς να έχει δικαίωμα προσφυγής σε δευτεροβάθμια όργανα. Βγάζουν εκατοντάδες αστυνομικούς από τα γραφεία και τους στέλνουν να περιπολούν στους δρόμους. Γίνονται αστραπιαίες επεμβάσεις στα ‘’άβατα’’, νησίδες παρανομίας όλης της επικράτειας….στα Ζωνιανά…στο Μενίδι….στα Λιόσια…Μετά από την εφαρμογή αυτού του μέτρου, η εγκληματικότητα στη χώρα μας βαθμιαία περιορίζεται θεαματικά με προοπτική εξαφάνισης.

Ο Θόδωρος ξυπνάει απότομα έτσι ακριβώς όπως κοιμήθηκε. Θυμάται το όνειρο που είδε και χαμογελάει πικρά. ‘’Στην Ελλάδα ζεις δεν υπάρχει ελπίς’’, σκέφτεται και αισθάνεται τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Η ζωή του φυλλοροεί και ματώνει η καρδιά του όταν αναλογίζεται ότι θα είναι απών όταν ο αγαπημένος του εγγονός θα ορκίζεται γιατρός. Ματώνει η καρδιά του όταν σκέφτεται ότι όταν παντρεύεται η αγαπημένη του εγγόνα η Βαγγελίτσα, αυτός δεν θα είναι δίπλα της για να την καμαρώσει.

Στο λυκόφως της ζωής του, σαν σε ασπρόμαυρη ταινία εναλλάσσονται αστραπιαία στο φιλμ της μνήμης οι εικόνες…παιδάκι στο χωριό να δουλεύει και να ονειρεύεται…η βιοπάλη…η επαγγελματική καταξίωση…η Αντίσταση…η αγαπημένη του Βαγγελιώ…τα παιδιά του…τα εγγόνια του…η Ελλάδα που χτίστηκε από τη γενιά του…η Ελλάδα που γκρεμίστηκε από τους απατεώνες…και η ζωή του που τόσο άδικα σβήνει με τέτοιο τρόπο… Σκέφτεται ότι αύριο ο θάνατός του θα γίνει ένα μονοστηλάκι στις εφημερίδες και στα ηλεκτρονικά blogs. Θα το διαβάσει ο κόσμος, κάποιοι θα ψιθυρίσουν ‘’βρε βρε…Σικάγο γίναμε…’’ και θα συνεχίσουν αμέριμνοι την ανάγνωση των άλλων ειδήσεων. Οι Έλληνες θα συνεχίσουν να βλέπουν Survivor και να βγάζουν selfies με κάποιον … Ντάνο…

Κρυώνει ο ξωμάχος της ζωής. Η μύτη του κλείνει. Ανασαίνει δύσκολα. Οι εικόνες ταξιδεύουν ανάκατες στο μυαλό του. Η άμμος στην κλεψύδρα της ζωής του αδειάζει. Το ρολόι του τοίχου δείχνει 3.38 όταν η ανάσα του μπαρμπα-Θόδωρου κόπηκε απότομα και η καρδιά του σταμάτησε να χτυπά. Οι δυνάμεις του κακού για μιαν ακόμα φορά θριάμβευσαν…

Από το ανοιχτό ραδιοφωνάκι του μπαρμπα-Θόδωρου ακούγεται ένα τραγούδι, σαν απόηχος της μαγικής δεκαετίας του 60:

 

Καληνύχτα μπαρμπα-Θόδωρε… καληνύχτα Ελλάδα…

 

…κι εμείς οι τρεις στον καφενέ

τσιγάρο, πρέφα και καφέ

βρε δεν βαριέ- βρε δεν βαριέσαι αδελφέ…