Η Βαρβάρα η χοντρέλω, γράφει ο Μάκης Ιωσηφίδης
Στα πρόθυρα της κατάρρευσης η Βαρβάρα. Στα είκοσι έξι της χρόνια που τα πέρασε όλα στη μικρή επαρχιακή πόλη που γεννήθηκε, δεν αντέχει άλλο. Η κατάσταση έχει φθάσει στο απροχώρητο. Μόλις γύρισε στο σπίτι της από την καφετερία όπου δέχθηκε για μια ακόμη φορά το καθιερωμένο μπούλινγκ από την παρέα της. Αιτία τα κιλά της.
-Κάτι έχεις εσύ, της λέει η κυρα-Γεωργία η μάνα της. Για πες μου.
-Δεν έχω τίποτα καλέ μαμά.
-Δεν μπορεί, αφού σε βλέπω.
-Άσε με ρε μάνα.
-Να σε βάλω να φας κάτι. Έφτιαξα το φαγητό που σ’ αρέσει. Μελιτζάνες παπουτσάκια.
-Δεν έχω όρεξη για φαΐ.
-Βάλε κάτι στο στόμα σου βρε πουλάκι μου…
-Παράτα με…
Η Βαρβάρα βροντάει και κλειδώνει την πόρτα για να μην την ενοχλήσει κανείς, ξαπλώνει στο κρεβάτι της, κοιτάζει το ταβάνι και ο νους της ταξιδεύει.
Γιατί σε μένα όλα αυτά Θεέ μου. Τι αμαρτίες πληρώνω; Φταίω εγώ που γεννήθηκα με ορμονικό πρόβλημα που οδηγεί στο ισόβιο πάχος;
Σαν σε ασπρόμαυρη ταινία εναλλάσσονται οι εικόνες στο μυαλό της. Βλέπει τον εαυτό της μικρούλα στο νηπιαγωγείο και μετά στο σχολείο. Ακούει τις φωνές των συμμαθητών της:
-Χοντρέλα, χοντρέλα…
-Κύριε, λέει στον βαριεστημένο δάσκαλο υπηρεσίας. Με κοροϊδεύουν.
-Έλα, έλα, σταμάτα. Ελάτε εδώ όλοι, δώστε τα χέρια σας, φιλιώστε.
Ευαίσθητο πλάσμα η Βαρβάρα, τόδινε το χέρι αλλά οι πληγές στο στομάχι της ατέλειωτες.
Βλέπει τον εαυτό της στην πρώιμη εφηβεία στο γυμνάσιο. Καλή μαθήτρια αλλά τι να το κάνεις; Τα κριτήρια των συμμαθητών της αμείλικτα. Ακόμα αντηχεί στ’ αυτιά της η φωνή της συμμαθήτριάς της όταν διαφώνησαν σε κάποιο θέμα:
-Άντε φύγε από δω μωρή χοντρέλω…
Κοφτερά σπαθιά τα λόγια που τρύπησαν βαθιά την ψυχή της επειδή έγιναν σλόγκαν στα χείλη και των υπόλοιπων συμμαθητών. Τα ίδια και στο Λύκειο. Άρχισαν τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, η Βαρβάρα διεκδικούσε τα δικαιώματά της στη ζωή αλλά ποιος να την πλησιάσει; Καταλάβαινε τις ειρωνείες και οι πληγές στο στομάχι πολλαπλασιάζονταν επικίνδυνα με τα κρυφά γελάκια στα πρόσωπα των αγοριών .
Έβαλε τα δυνατά της η Βαρβάρα. Διάβασε πολύ και καλλιέργησε τον εαυτό της. Εξελίχθηκε σε ένα άτομο με δυνατή προσωπικότητα αλλά ποιος τα προσέχει αυτά…
Έδωσε εξετάσεις και πέρασε στη Φιλοσοφική. Πήρε το πτυχίο της με άριστα. Αδιόριστη καθηγήτρια φιλόλογος πια παλεύει για το αύριο με κάποια ιδιαίτερα μαθήματα. Για ερωτικό δεσμό ούτε λόγος. Τους άντρες δεν τους ενδιαφέρουν ούτε η βαθιά μόρφωση ούτε η καλλιέργεια ούτε η προσωπικότητα. Γι’ αυτούς είναι η ‘’χοντρέλω’’. Τα συναισθηματικά κενά τεράστια και η απόρριψη δημιουργεί νέες πληγές στο στομάχι. Παντού έρχεται αντιμέτωπη με την έλλειψη παιδείας που χαρακτηρίζει άτομα που τέλειωσαν Πανεπιστήμια, έκαναν μεταπτυχιακά, πήραν διδακτορικά και…και…και… αλλά ΑΝΘΡΩΠΟΙ δεν έγιναν.
Σήμερα τα πράγματα χτύπησαν κόκκινο. Ο Γιώργος έδειχνε διαφορετικός. Αντάλλασσαν απόψεις και συνέκλιναν σε πολλά θέματα. Μέτριας εξωτερικής εμφάνισης και ο Γιώργος αλλά με ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Η Βαρβάρα πίστεψε ότι βρήκε τον άνθρωπό της. Μέχρι σήμερα το μεσημέρι που ξανοίχθηκε μαζί του στην παρέα. Του ψιθύρισε στ’ αυτί κάποια λόγια, διαφορετικά από αυτά που αντάλλασσαν μέχρι τότε. Ο Γιώργος σηκώθηκε όρθιος την κοίταξε περιφρονητικά και τα λόγια του, μαχαίρι στην καρδιά της:
-Άντε από δω ρε κήτος που μου θέλεις και έρωτες…
Και να τα χάχανα από όλους…και να τα μισόλογα στ’ αυτιά που προκαλούσαν καινούργια χάχανα. Δεν άντεξε η Βαρβάρα. Σηκώθηκε και έφυγε χωρίς να πει κουβέντα.
Πίστευε η Βαρβάρα ότι ο φασισμός ήταν ιδεολογία που υλοποίησε ο Αδόλφος Χίτλερ με τους συνεργάτες του. Κατάλαβε η Βαρβάρα ότι πρωτίστως, φασισμός είναι η λειτουργία απλών ανθρώπων στην καθημερινή ζωή. Καθημερινός φασισμός απέναντι στο διαφορετικό. Καθημερινός φασισμός απέναντι στα πλάσματα που τα αδίκησε η φύση. Καθημερινός φασισμός που επιβάλλει με τη βία τη μία άποψη. Καθημερινός φασισμός που μέσα στους αιώνες πάντα οδηγούσε μοιραία στον ιδεολογικό κρατικό φασισμό που αιματοκύλισε την ανθρωπότητα και απειλεί να την ξαναβουτήξει στο αίμα.
Ακούει την πόρτα να χτυπά και το πόμολο να ανεβοκατεβαίνει.
-Βαρβάρα είσαι καλά; ακούει τη φωνή της μητέρας της. Άνοιξε σε παρακαλώ.
Τα μάτια της Βαρβάρας θολώνουν. Τι φταίνε και οι γονείς της. Στάθηκαν δίπλα της σ’ όλη τη ζωή της. Τη βοήθησαν όσο μπορούσαν αλλά…
Ταξιδεύει ο νους της Βαρβάρας και οι εικόνες μπουρδουκλώνονται στο μυαλό της. Δεν έχει νόημα η ζωή της. Αισθάνεται σαν μια ύπαρξη που χάθηκε πρόωρα από την αδικία της φύσης. Η κοινωνία όπως διαμορφώθηκε δεν έχει χώρο για τους ευαίσθητους ανθρώπους και γι’ αυτούς που παρουσιάζουν κάποια ιδιαιτερότητα. Στο μυαλό της Βαρβάρας σφηνώνεται η ιδέα της αυτοκτονίας. Το διαμέρισμα στον τέταρτο όροφο και η μπαλκονόπορτα δίπλα της.
Ακούει τη φωνή του πατέρα της που γύρισε άρον άρον από τη δουλειά του:
-Βαρβάρα άνοιξε, ο μπαμπάς είμαι. Είναι εδώ και η αδελφούλα σου η Ειρήνη. Σ’ αγαπάμε…
Ξαφνικά στο μυαλό της Βαρβάρας γίνονται τα πάνω κάτω Εκεί έξω βρίσκονται άνθρωποι που την λατρεύουν και τους λατρεύει. Οι γονείς της, η αγαπημένη της αδελφή, οι παππούδες κι οι γιαγιάδες της…
Όχι, δεν θα δώσει γήπεδο στον καθημερινό φασισμό. Θα παλέψει, θα αφιερώσει όλη της την ύπαρξη στον πόλεμο κατά της καθημερινής φραστικής και όχι μόνο βίας κατά των ανήμπορων και ευαίσθητων ανθρώπων. Ξεκλειδώνει την πόρτα και πέφτει στην αγκαλιά των αγαπημένων της. Στα μάτια της η αποφασιστικότητα.
Ο αγώνας κατά του καθημερινού φασισμού των ανθρώπων της διπλανής πόρτας αρχίζει…
Ιωσηφίδης Μάκης
Δάσκαλος-Κιλκίς
* Η κεντρική φωτογραφία του άρθρου είναι φωτογραφία αρχείου