Έι πιτσιρίκο, σε βλέπω τόση ώρα στο διπλανό μπαλκόνι σ’ ένα τσιμεντένιο κλουβί να κάθεσαι με τις ώρες και να παίζεις κάτι σ’ ένα τάμπλετ. Είναι απόγευμα βρε μικρούλη, ώρα για παιχνίδι κι εσύ χαραμίζεις το χρόνο σου έτσι; Ξύπνα μικρέ, τα χρόνια που ζεις είναι ανεπανάληπτα και δεν θα ξανάρθουν.
Άκου πώς περνούσα όταν ήμουν παιδάκι σαν και σένα πριν από πολλά πολλά χρόνια. Ζούσα σε μια μονοκατοικία με μια μικρή αυλή που είχε…και τι δεν είχε… λουλούδια, δέντρα οπωροφόρα και ένα μικρό μπαξεδάκι στη γωνία. Στην άλλη γωνία ήταν το κοτέτσι με τις κοτούλες μας. Το σπίτι μου βέβαια δεν είχε τις ανέσεις που έχει το δικό σου αλλά ήταν μια πραγματική φωλίτσα για μένα και τ’ αδέλφια μου. Ο μπαμπάς και η μαμά μου δεν φορούσαν πολυτελή ρούχα ούτε ήταν μορφωμένοι όπως οι δικοί σου αλλά ανάμεσα στις σκληρές δουλειές της εποχής έβρισκαν πάντα χρόνο να ασχοληθούν μαζί μας και να μας γαλουχούν με αρχές κι αξίες διαχρονικές.
Τις ελεύθερες ώρες μικρούλη μου ξαμολιόμασταν στους χωμάτινους δρόμους και στις αλάνες και παίζαμε μέχρι να βραδιάσει για τα καλά. Παίζαμε… και τι δεν παίζαμε… κρυφτό, τσιλίκι, κουτσό, τζαμί, μπίλιες, σβούρα, σχοινάκι, ποδόσφαιρο, μήλα, κλέφτες κι αστυνόμους, τυφλόμυγα, περνά περνά η μέλισσα, γύρω γύρω όλοι, μπιιιιζ, πινακωτή και πόσα άλλα… Ένα παιχνίδι που έπαιζαν τα κορίτσια ήταν το ‘’Η μικρή Ελένη’’. Θυμάμαι τα λόγια από το τραγουδάκι που έλεγαν:
Το φθινόπωρο με τα πρωτοβρόχια ρουφούσαμε τη μυρωδιά της βρεγμένης γης και αποχαιρετούσαμε τα χελιδόνια στο μακρινό τους ταξίδι.
Τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά και τα Φώτα ξαμολιόμασταν στις γειτονιές και λέγαμε παρέες παρέες τα κάλαντα χωρίς να φοβόμαστε μη μας κλέψουν. Δώρα από τους γονείς; Άσε, μην την ψάχνεις. Φτώχεια δικέ μου αλλά εμείς φτιάχναμε μόνοι μας τα παιχνίδια μας. Συρμάτινα αυτοκινητάκια, μπάλες από πανιά, τα κορίτσια αυτοσχέδιες κούκλες και πάει λέγοντας. Μια φορά θυμάμαι μου έφερε ο πατέρας μου από την πόλη ένα αρκουδάκι που το κούρδιζες και χοροπηδούσε και έσκασαν από τη ζήλια τους όλοι οι φίλοι μου.
Αααα… να μην ξεχάσω. Κυνηγούσαμε πουλιά με τις σφεντόνες και βγαίναμε έξω από το χωριό, στήναμε δίχτυα και πιάναμε καρδερίνες. Την Καθαρά Δευτέρα πετούσαμε χαρταετό που τον φτιάχναμε μόνοι μας. Χαρτί από το μπακάλικο, κόλλα από αλεύρι με νερό, σχοινί, ο σκελετός από καλάμια που βρίσκαμε στο ποτάμι, τα ζύγια, η ουρά και βουρ για τα τσαΐρια. Στα πανηγύρια, εκεί να δεις γλέντια. Κούνια στις μεταλλικές βάρκες, γλειφιτζούρια, το μαλλί της γριάς και…και …και… Στις γιορτές του Πάσχα, το βράδυ της Ανάστασης, χαλούσαμε τον κόσμο με τις στρακαστρούκες και, άκου τώρα. Παίρναμε το συρματάκι που έτριβε τα πιάτα η μαμά στο πλύσιμο, το ανάβαμε στην άκρη και το στριφογυρίζαμε στον αέρα δημιουργώντας φίδια φωτιάς. Τρέλα σε λέω…
Όταν έμπαινε η άνοιξη την πρώτη του Μάρτη φτιάχναμε ένα βραχιολάκι από άσπρη και κόκκινη κλωστή και υποδεχόμασταν τα χελιδόνια που έφτιαχναν τις φωλιές τους. Σκαρφαλώναμε στα δέντρα σαν σκιουράκια, ξαπλώναμε σε μια διχάλα κλαδιών και κάναμε όνειρα.
Τα καλοκαίρια που έκλειναν τα σχολεία η ζωή μας ήταν ένας παράδεισος. Βγαίναμε από τα σπίτια μας κρατώντας στο χέρι μας μια φέτα ψωμί με λίγη ζάχαρη επάνω που την καταβροχθίζαμε στο πιτς φιτίλι. Από το πρωί μέχρι το βράδυ γινόμασταν ένα με τη μάνα γη. Τι νόστιμα ήταν τα φρούτα που κλέβαμε από τις αυλές όταν άρχιζε να βραδιάζει. Ζωάρα σε λέω. Ρουφούσαμε το μεδούλι της ζωής και γεμίζαμε το μυαλό μας με υπέροχες ασπρόμαυρες εικόνες που μας συνοδεύουν στην υπόλοιπη ζωή μας.
Εσύ άραγε τι θα θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια; Έναν πρόωρο ενήλικα σε κάναμε και μεγαλώνεις με χιλιάδες ‘’πρέπει’’ που καταργούν τον αυθορμητισμό και την αγνότητα της ηλικίας σου. Γκρεμίσαμε τα όμορφα σπιτάκια μας και με τη λαίλαπα της αντιπαροχής σου παραδώσαμε διαμερίσματα-κλουβιά κάτι σαν τους περιστερώνες που βλέπουμε στα νησιά του Αιγαίου. Σε κλείσαμε μέσα στα τσιμέντα και σε φορτώσαμε από την τρυφερή σου ηλικία με έγνοιες που δεν μπορούν να σηκώσουν οι αδύναμες πλάτες σου. Την εξέλιξη της τεχνολογίας την χρησιμοποιήσαμε για να σε ξεφορτωθούμε. Σου δώσαμε ένα τάμπλετ και σε αφήσαμε να ασχολείσαι με τις ώρες ανεξέλεγκτα για να μη μας ζαλίζεις με την παρουσία σου. Σε φορτώσαμε με χίλιες υποχρεώσεις…αγγλικά…μπαλέτα…και δεν συμμαζεύεται και σε αποκόψαμε βίαια από τη μάνα γη.
Χίλια συγγνώμη πιτσιρίκο. Εμείς που ζήσαμε υπέροχα παιδικά χρόνια, μεγαλώσαμε και καταφέραμε να καταργήσουμε τα δικά σου παιδικά χρόνια. Και η τραγωδία είναι ότι δεν θα μπορέσεις ποτέ να το καταλάβεις επειδή δεν έχεις μέτρο σύγκρισης.
Χίλια συγγνώμη πιτσιρίκο…
Ιωσηφίδης Μάκης
Δάσκαλος